Ξεκινήσαμε από τη Νίκαια και το Αιγάλεω  για το λιμάνι του Πειραιά, απ΄όπου αναχωρήσαμε στις 9 μ.μ.της Παρασκευής, 30-6, για τη Χίο, όπου θα διανυκτερεύαμε για 7 ημέρες. Σε σχεδόν 8 ώρες είχαμε φτάσει στο λιμάνι της Χίου, την ώρα που χάραζε, και πήραμε τον δρόμο για την παραλία του Καρφά στα 6-7 περίπου χλμ. έξω από την πόλη.

Πήραμε τα δωμάτιά μας, ξεκουραστήκαμε, κατεβήκαμε για πρωινό και ... έτοιμοι για το πρόγραμμα της πρώτης μας μέρας στο “ευωδιαστό” νησί. Το Σάββατο, στις 10 το πρωί μας ανέμενε το Μουσείο Εσπεριδοειδών Citrus, που στεγάζεται σε αρχοντικό του περίφημου Κάμπου, με τα μεγάλα περιβόλια, τα αρχοντικά με τις τεράστιες πόρτες, χτισμένα όλα με τη θυμιανούσικη κοκκινωπή πέτρα. Κατάφυτη η περιοχή του Κάμπου από πορτοκαλιές, λεμονιές, νερατζιές, μανταρινιές, κάποτε περισσότερο, βέβαια. Σ΄αυτόν τον ιστορικό τόπο, τον χαρακτηρισμένο ως παραδοσιακό οικισμό, έκτισαν τα σπίτια τους αριστοκρατικές οικογένειες της Χίου, Γενουάτικες και ντόπιες, από τον 14ο αι.  με μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, από την ανάγκη κοινωνικής προβολής, όταν πλέον η οικονομική άνθιση του νησιού ήταν μεγάλη. Εκτός από εσπεριδοειδή στα περιβόλια καλλιεργούνταν  αμπέλια, μουριές (γι΄αυτό αναπτύχθηκε και η σηροτροφία ), δημητριακά, λαχανικά, ελιές. Μεγάλες καταστροφές όμως υπέστησαν οι κάτοικοι του Κάμπου στα 1822, τον χειμώνα του 1850, με έναν φοβερό παγετώνα που χάλασε τις πορτοκαλιές, και με τον σεισμό του 1881, που τράνταξε όλο το νησί.

Μας ξενάγησαν στους χώρους του Μουσείου, στο ισόγειο του αρχοντικού, και στον κήπο με το μαγγανοπήγαδο, τη στέρνα, την εκκλησία και τις καλλιεργημένες εκτάσεις. Αγοράσαμε γλυκά και άλλα χιώτικα προϊόντα από το πωλητήριο, ήπιαμε το καφεδάκι ή τον χυμό μας κάτω από τη σκιά της κληματαριάς στην αυλή και αναχωρήσαμε μέσα από τα στενά της αριστοκρατικής συνοικίας, έχοντας έτσι την ευκαιρία να δούμε κι άλλα αρχοντόσπιτα, κάποια σε νεοκλασικό στιλ μάλιστα, και να κρυφοκοιτάξουμε μέσα από τις ανοιχτές πόρτες τους, μια και οι ψηλοί, για την προστασία των δέντρων, περίβολοι δεν μας επέτρεπαν...

Φύγαμε έπειτα για τη Χώρα και το Ναυτικό Μουσείο, που στεγάζεται σε παραδοσιακό αρχοντικό της οικογένειας Πατέρα, νεοκλασικού ρυθμού, και προβάλλει μέσα από διάφορα αντικείμενα τη ναυτική παράδοση του νησιού. Ξεναγηθήκαμε από έναν καπετάνιο στους δύο ορόφους του με ομοιώματα, εξαρτήματα πλοίων, πορτρέτα από τον Χιώτη πλοιογράφο Αριστείδη Γλύκα, όργανα που χρησιμοποιούνται στη ναυσιπλοΐα και σταθήκαμε για λίγο και στο Μνημείο Χίων ναυτικών Εμπορικού Ναυτικού, οι οποίοι χάθηκαν σε πολεμικές ενέργειες, στο προαύλιο του Μουσείου, με εγχάρακτα τα ονόματά τους σε ανοξείδωτο ατσάλι.

Αναχωρήσαμε στη συνέχεια για Βροντάδος, Καρδάμυλα ή Πάνω Χωριό, μέσα από το οποίο απλώς περάσαμε, και το μικρό και χαριτωμένο επίνειό τους, το  Μάρμαρο. Κάναμε μια μικρή βολτίτσα στην παραλία, με το άγαλμα του Αφανούς Ναύτου, έργο και αυτό του γλύπτη Απάρτη, όπως και εκείνο που βρίσκεται σχεδόν μέσα στη θάλασσα του Βροντάδου, με τη διαφορά ότι αυτό του Μαρμάρου στρέφεται προς τη στεριά, ενώ το άλλο συμβολίζει τον ναύτη που επιστρέφει στην πατρίδα...Όμορφα νεοκλασικά αρχοντικά, χτισμένα από ναυτικούς και πλοιοκτήτες, κοσμούν το χαμηλότερο χωριό των Καρδαμύλων, ό όρμος του οποίου προστατεύεται από το Νησί.

Έχοντας ψηλά και αριστερά μας το Πελινναίο όρος, το ψηλότερο και επιβλητικότερο του νησιού, το αφιερωμένο στη λατρεία του Δία, κατευθυνθήκαμε βορειότερα και καταλήξαμε σε μια από τις ομορφότερες παραλίες της Χίου, την παραλία του Ναγού, για μπάνιο και γεύμα. Ονομάστηκε έτσι από αρχαίο ναό που υπήρχε κάποτε εκεί που σήμερα είναι χτισμένος ο οικισμός. Γαλήνια η θάλασσα, καταγάλανα και κρυστάλλινα τα νερά του Ναγού, δροσερά ταβερνάκια με ωραία μεζεδάκια και δεν μας έκανε καρδιά να φύγουμε... Λίγο πιο πέρα από τη διασταύρωση του δρόμου με το κατηφοράκι προς τη θάλασσα είδαμε και τη Μάνα ( Πηγή ) του Ναγού, η οποία τροφοδοτεί με κρύο βουνίσιο νερό το χωριό αλλά και την ίδια την παραλία. Γυρίσαμε για ξεκούραση και δείπνο στον Καρφά.Κυριακή, 2 Ιουλίου, ξεκινήσαμε πολύ πρωί για διάσχιση του Αίπους, του άδεντρου οροπεδίου πάνω και δυτικά από το Βροντάδος, ώστε να φτάσουμε εγκαίρως στα Λιμνιά, το λιμάνι της Βολισσού, απ΄όπου θα παίρναμε το F/B για τα ιστορικά Ψαρά.

Σε μιάμιση περίπου ώρα αντικρίζαμε το μαρτυρικό νησί με το Κοκκινόπουλο, τον Φάρο των αρχών του 20ού αι. στη Ν.Α. άκρη του, και τον μικρό οικισμό του, στην κορυφή του οποίου διακρινόταν ο μεγαλοπρεπής ναός του Αγ. Νικολάου, του 18ου αι.. Κάποιοι επιβιβάστηκαν στα αυτοκίνητα που ανέμεναν ήδη στο λιμάνι για τη μεταφορά στο Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ( 1780 ) στα Β.Δ. του νησιού. Από εδώ μεταφέρθηκε στη Σύρο μετά την καταστροφή της Χίου η εικόνα της Κοιμήσεως, η “Παναγιά των Ψαριανών”, με την υπογραφή του Δομήνικού Θεοτοκόπουλου.  Είχαν την ευκαιρία να δουν έτσι το δυτικό και βόρειο μέρος του νησιού, με κάποιες μικρές και όμορφες παραλίες, το Αρχοντίκι, όπου έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο Αρχαιολογικό Πάρκο ( μυκηναϊκός οικισμός και νεκροταφείο)μικρά ξωκλήσια και νησίδες, όπως το Αη Νικολάκι.Την ίδια ώρα άλλοι πήραν τον ανήφορο της “ Μαύρης Ράχης ” του Σολωμού, το “σήμα κατατεθέν” των Ψαρών, με στόχο το μνημείο στην κορφή του υψώματος, στη μνήμη όσων ηρώων χάθηκαν στο ολοκαύτωμα του Ιουνίου του 1824. Καθ΄οδόν ο επισκέπτης συναντά έναν Μύλο και το Μπούρτζι, παλιό πυροβολείο, όπου δεσπόζει η προτομή του Παπανικολή. Λίγο πριν το λιτό μνημείο βρίσκεται και η δισυπόστατη εκκλησία της Αγ. Άννας και του Αγ. Ιωάννη. Μερικά τείχη και έναν βράχο στη θέση της πυριταδαποθήκης μπορεί επίσης να δει ο σημερινός επισκέπτης. Δέος μας κατέλαβε , όταν έχοντας αψηφήσει τη ζέστη βρεθήκαμε μετά από ένα 20λεπτο περίπου εκεί ψηλά, πανοραμική κι η θέα προς τον οικισμό και το πέλαγος ! Την επίσκεψη στον ιστορικό αυτόν χώρο πραγματοποίησαν αργότερα και όσοι επέστρεψαν από τη Μονή.Στο υπόλοιπο διάστημα της ημέρας κάναμε βόλτες στα μικρά και γραφικά σοκάκια του οικισμού, ανακαλύψαμε τον Κήπο του Κωνσταντίνου Κανάρη, με την προτομή του σκεπτικού ήρωα, του μεγαλύτερου πυρπολητή του 1821, τις μικρές πλατείες,  όπως αυτές της 10ης Απριλίου 1821, του Ναυάρχου Αποστόλη με την προτομή του, το Μουσείο, το άλλοτε Κονάκι, προεπαναστατικό κτίσμα, που χρησιμοποιήθηκε ως ναυτικό επιμελητήριο, ανεβήκαμε ως τον Άγιο Νικόλαο και την πλατεία Δημογεροντίας, είδαμε και την εκκλησία της Μεταμόρφωσης, τον καθεδρικό του νησιού.

Κάναμε το μπανάκι μας σε κάποια από τις παραλίες, στου Κατσούνη, την Αγία Κυριακή, τα Σπιτάλια ( κατάλοιπο της λέξης hospital ),με αποκαταστημένα απομεινάρια από το προεπαναστατικό λοιμοκαθαρτήριο ( ταβέρνα σήμερα ) ή τον Κάτω Γιαλό, και γευτήκαμε φρέσκο ψαράκι και αστακομακαρονάδα ακόμα σε κάποια ταβερνούλα του νησιού. Το απογευματάκι μπήκαμε πάλι στο F/B για Λιμνιά και πίσω στον Καρφά. Δειπνήσαμε, κάναμε βολτίτσα στην παραλία και τον πεζόδρομο και πήγαμε για ύπνο.Δευτέρα, 3 Ιουλίου, πήραμε τον δρόμο για την κεντρική Χίο, τη Μονή Παναγίας Βοήθειας, Παναγιάς Κουρνά, το χωριό Καρυές και τη Νέα Μονή αρχικά, στους πρόποδες του όρους Προβατάς. Είναι το πιο σπουδαίο από τα αξιοθέατα του νησιού και θεωρείται μνημείο διεθνούς σημασίας. Κοντά του βρίσκονται και άλλες μονές, όπως του Αγ. Μάρκου και η Σκήτη των Αγ. Πατέρων, ιδρυτών της Ν. Μονής.

Στη Ν. Μονή μας ανέμενε η ξεναγός, η οποία έκανε πρώτα μια εισαγωγή στον εξωτερικό χώρο με το υδραγωγείο και διάφορα άλλα προσκτίσματα και μετά μας  οδήγησε στο Καθολικό, σε μέρος του οποίου μάλιστα γίνονταν εργασίες αποκατάστασης του μαρμάρινου δαπέδου. Ανήκει στον απλό οκταγωνικό ή νησιωτικό τύπο. Θαυμάσαμε τα μοναδικά ψηφιδωτά του ναού ψηλά στα σφαιρικά τρίγωνα κάτω από τον θόλο, την κατεστραμμένη Παναγία του Ιερού Βήματος, την ορθομαρμάρωση, το οκταγωνικό σχήμα πάνω στο οποίο στηρίζεται κι ο τρούλος με τον Παντοκράτορα, τις σκηνές από το Δωδεκάορτο, στις κόγχες του οκταγώνου ( Βάπτιση, Σταύρωση, Ανάσταση, Μεταμόρφωση και Αποκαθήλωση ). Μοναδικά πραγματικά, γιατί οι τεχνίτες ή ήρθαν από το κέντρο, την Κων/πολη, ή δέχτηκαν άμεσες επιδράσεις από εκεί, κάτι το οποίο δεν έχει συμβεί με τις άλλες δύο επίσης σημαντικές Μονές του ελλαδικού χώρου που σώζουν εξαιρετικά ψηφιδωτά, του Δαφνίου Αττικής και του Οσίου Λουκά Βοιωτίας.Επισκεφθήκαμε επίσης την Κιστέρνα, η οποία σώζεται από τον 11ο αι. και μοιάζει με εκείνην της Αγίας Σοφίας, και τον ψηλό Πύργο του 14ου. αι, το οστεοφυλάκιο και στο τέλος κεραστήκαμε και το παραδοσιακό ... λουκουμάκι από τα χέρια του ίδιου του πατέρα Διονυσίου. Γαλήνιος ο χώρος, ήρεμο και το τοπίο ολόγυρα στο χαρακτηρισμένο ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την Unesco μοναστηριακό σύνολο, έργο της μέσης βυζαντινής περιόδου, των μέσων του 11ου αι. μ.Χ. , όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κων/νος Μονομάχος. Στη μεγαλύτερή της ακμή έφτασε η Μονή κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, οπότε είχε περί τους 1.000 μοναχούς. Παρήκμασε οικονομικά πρώτα από τον 19ο αι. και υπέστη φοβερές ζημιές το 1822 και στον σεισμό του 1881.Το Μουσείο της Ν. Μονής  δυστυχώς ήταν κλειστό εκείνη τη μέρα κι έτσι δεν μπορέσαμε να το δούμε, όπως και την Τράπεζα, την τραπεζαρία του μοναστηριού, επίσης.Παρέα με την ξεναγό μας ανεβήκαμε μετά από λίγη ώρα στον ερημικό εκείνη την ώρα Ανάβατο, μια και αρκετά αργότερα άνοιξε το μοναδικό μαγαζάκι που υπάρχει στη βάση του αθέατου από μακριά μεσαιωνικού χωριού. Ανάβατος ονομάστηκε, γιατί δεν είναι δυνατόν να ανεβεί κάποιος σε αυτόν, και στέκει όντως περήφανος στην πλευρά ενός απόκρημνου βράχου, μια από τη φύση της οχυρή θέση στην καρδιά του νησιού. Ανηφορίσαμε ως την Aκρόπολη, παρά την επικινδυνότητα του χώρου, μπήκαμε μέσα στο σημαντικά αναστυλωμένο Τριώροφο, πληροφορηθήκαμε αρκετά για την πολλαπλή  χρήση του, φωτογραφίσαμε πολλά σπίτια του Μεσοχωρίου επίσης , χτισμένα με την αναβατούσικη πέτρα. και κατεβαίνοντας ήπιαμε και κάτι δροσιστικό ή ένα καφεδάκι, φάγαμε κι ένα παγωτάκι.  Σε λίγη ώρα εμφανίστηκε και η μοναδική κάτοικος του χωριού, η κ. Σμαράγδα, η οποία μας άνοιξε την εκκλησία του Μεγάλου Ταξιάρχη στην πλατεία του Νέου Χωριού, με το περίφημο ξυλόγλυπτο τέμπλο και τα εικονοστάσια.

Μια μικρή βόλτα στα επίσης μεσαιωνικά Αυγώνυμα ( το όνομα σημαίνει φθηνά κτήματα ) έπειτα, από την ανατολική ως τη δυτική πλευρά του χωριού, όπου λένε πως βλέπεις υπέροχο ηλιοβασίλεμα και έχεις θέα προς το πευκόφυτο δάσος του Προβατά ( το σημαντικότερο δάσος του νησιού ). Καταστραμμένο κι αυτό το χωριό από τους πειρατές, ιδρύθηκε και κατοικήθηκε από τους εργάτες της Ν. Μονής, τον 11ο μ.Χ. και έμοιαζε κάποτε φρούριο οχυρωμένο.

Φύγαμε έπειτα για μπάνιο στην παραλία του Λιθίου, κάτω από το ομώνυμο χωριό, στα δυτικά του νησιού. Στον δρόμο μας η υπέροχη παραλία της Ελίντας, με τη Βίγλα της. Στον πυθμένα της απομεινάρια ναυαγίου ρωμαϊκής εποχής. Πολλά τα παρατηρητήρια στη δυτική και νότια Χίο για τον φόβο των πειρατών, χτισμένα κυρίως από τους Γενοβέζους, οι οποίοι κατέκτησαν το νησί από τα 1346 ως τα 1566, που το κατέλαβαν οι Τούρκοι.

Εκεί, στην παραλία του Λιθίου, γευματίσαμε κιόλας και φύγαμε νωρίς το απόγευμα για το ξενοδοχείο μας. Αφού περάσαμε μέσα από τα Αρμόλια, κάναμε και την απαραίτητη στάση για αγορά των περίφημων κεραμικών του χωριού. Πολλά τα εργαστήρια εκατέρωθεν του κεντρικού δρόμου και μεγάλος ο πειρασμός, ώστε να μην αγοράσεις αρκετά χρηστικά και διακοσμητικά σκεύη  και αντικείμενα... Ψηλά και μακριά, στα δυτικά του χωριού, πάνω στον λόφο, η γενοβέζικη οχύρωση του 1440, το Κάστρο των Απολύχνων.Τρίτη, 4 Ιουλίου, φύγαμε προς Θυμιανά, τα Ευφημιανά, όπως τα έλεγαν παλαιότερα λόγω των λατομείων με την ονομαστή θυμιανούσικη πέτρα, με την εκκλησία του Αγ. Ευστρατίου στην κεντρική τους πλατεία. Πήραμε τον ανήφορο προς την ιστορική Μονή του Αγ. Μηνά, στο καθολικό της οποίας μπορεί κανείς να δει ίχνη από τα αίματα των σφαγιασθέντων το 1822, κάτω στο δάπεδο. Αφού μας είπε λίγα λόγια σχετικά μια μοναχή, επισκεφθήκαμε και το οστεοφυλάκιο, στο ναΰδριο των 40 Μαρτύρων, στο οποίο εκτίθενται στοιβασμένα πάρα πολλά οστά, όσα μπόρεσαν να περισυλλέξουν οι κάτοικοι μετά την καταστροφή, από αυτά που ήταν διάσπαρτα για καιρό στην περιοχή. Κάναμε την περιήγησή μας και στην αυλή με τα βοτσαλωτά, κεραστήκαμε και το λουκουμάκι μας και φύγαμε.Κοντά στα Θυμιανά είναι και ένα από τα μεγαλύτερα Μαστιχοχώρια, η Καλλιμασιά, το Λαογραφικό Μουσείο της οποίας επισκεφθήκαμε πρώτα, στο υπόγειο του Γυμνασίου-Λυκείου του χωριού.Τεράστιος ο χώρος, 5.000 περίπου τα εκθέματα, τακτοποιημένα κατά ομάδες παραδοσιακών επαγγελμάτων, ικανοποιητικότατη η ξενάγηση από τους ξεναγούς μας. Αναπαριστάνει στην ουσία ένα μικρό παραδοσιακό χωριό! Πρόθυμα μας ξενάγησαν και σε ένα δεύτερο μικρότερο μουσείο, Φυσικής Ιστορίας και Φαρμακευτικής, λίγο πιο κάτω στον κεντρικό δρόμο.Η Καλαμωτή, το πλούσιο, όμορφο και με διαφορετικό τρόπο δομημένο χωριό, σε σχέση με τα λοιπά μεσαιωνικά χωριά της Χίου, μια και ήταν κάποτε το διοικητικό κέντρο όλων των Μαστιχοχωρίων, ήταν ο επόμενος προορισμός μας. Ονομάστηκε έτσι είτε από ένα είδος κοσμήματος της χιώτικης γυναικείας ενδυμασίας είτε από τα καλαμένια πλέγματα που χρησιμοποιούνταν στην καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα. Και πολλές καλαμιές, από την άλλη, υπάρχουν ακόμα και σήμερα εδώ.

Φαρδύτεροι οι κεντρικοί δρόμοι σε αυτό το μεσαιωνικό χωριό, μεγαλύτερη η κεντρική πλατεία, η “πλάτσα”, όπου βρισκόταν ο πύργος του χωριού, ο “Βαρβακάς”,  σαφέστερη η εικόνα των γραφικών στενών του, με τις καμάρες, τα πετρόκτιστα σπιτάκια, τις βρυσούλες. Αξιοσημείωτο  ήταν το σύστημα αποχέτευσης της παλιάς Καλαμωτής με τα κενά περίπου 80 εκ., που αφήνονταν μετξαξύ των παρακείμενων σπιτιών, σχηματίζοντας τις στενάδες, μέσω των οποίων τα λύματα οδηγούνταν έξω από το χωριό. Η Αγ. Κυριακή καθαριζόταν εκείνη την ώρα, αφού σε 3 μέρες θα είχε την “τιμητική” της. Πολιούχος του χωριού η Αγ. Παρασκευή.  Ήπιαμε ένα χιώτικο αναψυκτικό ή το καφεδάκι μας στην πλάτσα με το θαυμάσιο μνημείο πεσόντων του γλύπτη Μιχ. Τόμπρου, αγοράσαμε χιώτικα προϊόντα, κυρίως φτηνή μαστίχα, από τον Συνεταιρισμό, και αναχωρήσαμε για το καθιερωμένο καθημερινό μπανάκι στην αμμουδερή παραλία της Κώμης αυτή τη μέρα. Τσιμπήσαμε και κάτι πρόχειρο, ξαπλωμένοι στις απλώστρες κάτω από τις ομπρέλες, και το απογευματάκι πίσω στο ξενοδοχείο μας νωρίς, γιατί θα είχαμε την βραδινή έξοδό μας στη Χώρα. Επιστρέφοντας μπορέσαμε να δούμε καλύτερα και το Φράγμα της Καλαμωτής, στα Β. του οικισμού.

Μετά το δείπνο, κατεβήκαμε με το πούλμαν στην πόλη και ξεκινήσαμε, όσοι θέλαμε, την περιήγηση στο βυζαντινό αρχικά ( 9ος-10ος αι. ) και μετέπειτα γενοβέζικο Κάστρο, περνώντας από τη βενετσιάνικη ( 1694 ) Porta Maggiore και πάνω από την τάφρο. Στο δεξί μας χέρι το Παλατάκι Ιουστινιάνι ( 15ος αι.) και η Σκοτεινή φυλακή, όπου στα 1822 φυλακίστηκαν 70 Χιώτες προύχοντες. Προχωρώντας λίγο πιο μέσα, στα αριστερά μας, το οθωμανικό νεκροταφείο, με τον τάφο του αρχιναύαρχου Καρα-Αλή να ξεχωρίζει ανάμεσά τους. Περπατώντας στην Αγ. Γεωργίου, αφήνοντας πίσω μας την κεντρική πλατεία του Κάστρου με τα πολλά ταβερνάκια, μπαράκια και τις καφετέριες, φτάσαμε στην εκκλησία του Αγ. Γεωργίου. Πιο  πριν ήταν μουσουλμανικό τέμενος και έγινε μετασκευή σε χριστιανικό ναό. Στην αυλή διατηρείται ακόμη το συντριβάνι από τα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης ( 1566 -1912 ). Στο Κάστρο υπήρχε και δεύτερο τζαμί, ενώ στο βάθος του δρόμου σώζονται, πολύ καλά πλέον ανακαινισμένα, τα οθωμανικά Λουτρά. Έχοντας πλέον ολοκληρώσει τον περίπατό μας στο Κάστρο, βγήκαμε από ένα σημείο της ανατολικής πλευράς του, γκρεμισμένο πια, κοντά στον ψηλό τούρκικο Κουλέ.

Κάναμε τις βόλτες μας στην Απλωταριά, στην “Ερμού” με τα εμπορικά καταστήματα, θα λέγαμε, στην πλατεία Βουνακίου ή Πλαστήρα ή του Ξίφους ή του Φόρου, όπως κατά καιρούς λεγόταν, και στον Δημοτική Κήπο, φάγαμε το γλυκάκι μας, το παγωτάκι μας, ήπιαμε το ποτό μας και γυρίσαμε πίσω στο ξενοδοχείο για ανάπαυση.

Τη μέρα αυτή είχαν διαλέξει 4 φίλοι μας, για να επισκεφθούν τον Τσεσμέ και τη Σμύρνη στη συνέχεια, στα πλαίσια μονοήμερης εκδρομής στις απέναντι τουρκικές ακτές.Τετάρτη, 5 Ιουλίου, σειρά είχαν τα Νοτιόχωρα και τα Μαστιχοχώρια, τη μέρα αυτή με το γεμάτο πρόγραμμα...Περάσαμε από τη μικρή και μεσαιωνική Βέσσα, το χωριό του Οικουμενικού Πατριάρχη Κων/νου Ε΄, με αρκετά μεγάλα περιποιημένα πετρόχτιστα σπίτια. Από τη Βέσσα οι φυσιολάτρες έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν τη μοναδική χιώτικη χλωρίδα: τις άγριες τουλίπες ( λαλάδες ), τα αρωματικά βότανα και τις αυτοφυείς ορχιδέες, προστατευόμενο είδος στο νησί.

Σταματήσαμε στα Μεστά, στα οποία αφιερώσαμε μια ώρα και πλέον, μια και είναι το πιο καλοδιατηρημένο Μαστιχοχώρι,  χτισμένο αρχικά στα βυζαντινά χρόνια και ενισχυμένο ως προς την οχύρωσή του από τους Γενουάτες, λόγω των επιδρομών των πειρατών. Επισκεφθήκαμε την τεράστια εκκλησία του (Μεγάλου) Ταξιάρχη ( 1868 ), στο κέντρο του χωριού, εκεί που άλλοτε υπήρχε ο ψηλός πύργος, βασικό δομικό στοιχείο κάθε μεσαιωνικού χωριού. Από εκεί ψηλά ειδοποιούσαν για κάθε κίνδυνο, κυρίως των πειρατών, τα υπόλοιπα Μαστιχοχώρια, ώστε να προλάβουν να κλειστούν στα σπίτια τους και να περισώσουν τη μαστίχη, τη βασική περιουσία τους. Τα ίδια τα σπίτια αποτελούν και εδώ, στο πιο χαρακτηριστικό των Μαστιχοχωρίων, το τείχος, χωρίς εξωτερικά παράθυρα ουσιαστικά, με τις ταράτσες να επικοινωνούν μεταξύ τους, για λόγους διαφυγής, και με πύργους κατά διαστήματα ολόγυρα. Δύο μόνο και οι πύλες στο “κάστρο“ για τον ίδιο λόγο. Στην κεντρική πλατεία, το “λιβάδι” καθίσαμε για λίγο, κάτω από τη σκιά των δέντρων, αφού πιο πριν κάναμε μια μεγάλη βόλτα στο όμορφο καλοδιατηρημένο χωριό. Στη βόλτα μας ανακαλύψαμε και τον Μικρό-Παλιό Ταξιάρχη ( 1833 ), άλλες πλατειούλες, ωραία σημεία για φωτογράφιση, καθώς και πολλά ωραία μικρά και κομψά καταλύματα.

Στους Ολύμπους, μεσαιωνικό χωριό κι αυτό, καταλήξαμε έπειτα, λίγα χιλιόμετρα έξω από το οποίο υπάρχει ένα μικρό και όμορφο σπήλαιο, το Σπήλαιο της Συκιάς. Ξεναγηθήκαμε στο σπηλαιοβάραθρο αυτό με τον πλούσιο και εντυπωσιακό διάκοσμο, σε δύο ομάδες, από ειδικό σπηλαιολόγο και μείναμε, κατά την αναμονή μας, για λίγο στο μικρό καφενεδάκι-πωλητήριο αναμνηστικών έξω από αυτό. Ούτε μισή η ώρα της περιήγησης  αλλά ενδιαφέρον το σπήλαιο, με περίεργους σχηματισμούς σταλακτιτών και σταλαγμιτών, με τα ονόματα “Μέδουσα”, “Αρμόνιο”, “Άνθρωποι των Σπηλαίων” κ.ά.Στο περίεργο Πυργί, διατηρητέο μνημείο, η επόμενη στάση μας, όπου γεμίσανε τα μάτια μας από τα “ξυστά ή ξεστά”, το “σήμα κατατεθέν” του χωριού, τα μαυρόασπρα σχέδια στις προσόψεις των σπιτιών, των εκκλησιών, των καταστημάτων, τα οποία ενίοτε δεν αφήνουν κανέναν χώρο ακάλυπτο. Ίσως γι΄αυτόν τον λόγο μας είπαν ότι απαγορεύτηκε πλέον να διασκομούνται έτσι τα νεόδμητα σπίτια. Έκπληξη αποτέλεσε για τα μάτια μας ο μικρός βυζαντινός ναός των Αγ. Αποστόλων, που πρόβαλε στο βάθος μιας μεγάλης καμάρας. Σχεδόν κρυμμένος σε εκείνο το σημείο, αλλά πολύ σημαντικό το μνημείο και με ωραίες αγιογραφίες από τον 17ο αι, με την τεχνοτροπία της Κρητικής Σχολής, σκηνές από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Ο καλοδιατηρημένος αυτός ναός αποτελεί αντίγραφο του καθολικού της Ν. Μονής και έχει εξωτερικά πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Μια και το χωριό ελάχιστα επλήγη από τον σεισμό του 1881 η μεσαιωνική του όψη διατηρήθηκε σημαντικά. Είναι γνωστός ο Πυργούσικος χορός, ιδιόμορφος και ορμητικός, και το χωριό έχει μεγάλη λαογραφική σημασία, γιατί είναι το μόνο που διατηρεί εν μέρει την παλιά τοπική φορεσιά και πολλά ήθη και έθιμα ιδιόμορφα, πλην του χορού αυτού. Πέραν τούτου έχει και τις περισσότερες εκκλησίες από κάθε άλλο χωριό τ ης Χίου!

Στο κέντρο του χωριού υψώνεται ο αμυντικός πύργος, που χρησίμευε ως καταφύγιο για τους κατοίκους στις δύσκολες στιγμές. Είναι αυτός εξάλλου που έδωσε το όνομα στο χωριό. Περάσαμε δίπλα του και φύγαμε για τη θέση Ράχη, έξω από το Πυργί.Εκεί, στο “φρεσκότατο” Μουσείο Μαστίχας, μια που εγκαινιάστηκε το περασμένο καλοκαίρι, ξεναγηθήκαμε αρχικά από τον ίδιο τον Διευθυντή του Μουσείου και κάναμε μόνοι την περιήγησή μας έπειτα στις αίθουσές του, όπου υπάρχουν πάρα πολλοί ενημερωτικοί αναλυτικοί πίνακες, ωραίες και μεγάλες φωτογραφίες, εργαλεία σχετικά, αρκετές οθόνες, όπου προβάλλονται ενδιαφέροντα βίντεο, ενώ σε άλλους χώρους βλέπει κανείς και μηχανήματα που έχουν να κάνουν με την επεξεργασία της μαστίχης. Στον εξωτερικό χώρο του Μουσείου μπορεί κανείς να βρεθεί ανάμεσα στα μαστιχόδεντρα και να σχηματίσει μια επαρκέστατη εικόνα, όσον αφορά τις εργασίες που αφορούν το μυρωδάτο προϊόν...Με αυτό τον τρόπο αναδεικνύεται η παραγωγική ιστορία της καλλιέργειας και της επεξεργασίας της μαστίχας με την ένταξή της παράλληλα στο πολιτιστικό τοπίο της Χίου.Και φυσικά ... το μπάνιο μας, πού αλλού εκείνη τη μέρα; Στα Μαύρα Βόλια οπωσδήποτε! Βρεθήκαμε στο Εμποριό, με το μικρό και γραφικό λιμανάκι, αφήνοντας πίσω μας το Παλαιοχριστιανικό Βαπτιστήριο, ανηφορίσαμε ως την παραλία και κάναμε το μπανάκι μας και στον Μαύρο Γιαλό και στη διπλανή, το Φώκι, όσοι θέλαμε. Λίγο κυματάκι δεν πτόησε παρά ελάχιστους, οι οποίοι όμως είχαν διέξοδο την παχιά σκιά από τα γέρικα αρμυρίκια, πάνω από τα μαύρα στρογγυλά βότσαλα, προϊόν της έκρηξης του γειτονικού ηφαιστείου του Ψάρωνα. Από αυτά τα βότσαλαφτιάχνονται και τα άπειρα βοτσαλωτά δάπεδα, που κοσμούν αυλές σπιτιών, αρχοντικών, δημόσιους χώρους επίσης σε ολόκληρο το νησί.

Όσοι δεν ακολούθησαν στην παραλία έμειναν στο λιμανάκι για φαγητό, σε κάποια από τις πολλές ταβέρνες. Τους παραλάβαμε και επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μας.Πέμπτη, 6 Ιουλίου, ο καιρός ... “κακά κρατεί” και δεν μας αφήνει να πάμε στις Οινούσσες. Γι΄αυτό και αποφασίζουμε να πραγματοποιήσουμε σήμερα το πρόγραμμα της Παρασκευής. Ετοιμαζόμαστε λοιπόν και φεύγουμε για τη Β.Δ. Χίο, Σιδηρούντα,ιδιαίτερα γραφικό και παραδοσιακό χωριό,  Άγιο Γάλας και έναν γύρο των χωριών της Αμανής, του βουνού που δεσπόζει στην περιοχή. Δύσκολοι και στενοί οι δρόμοι, ιδίως σε μερικά χωριά, όπου αναγκάζονταν να μαζέψουν ακόμα και τα τραπέζια και τις καρέκλες από τα μαγαζάκια στην πλατεία τους!Επειδή είχαμε περάσει αρκετή ώρα ήδη μέσα στο πούλμαν, για να ξεμουδιάσουμε, κάναμε στάση στην πρωτεύουσα του Δήμου Αμανής, την όμορφη Βολισσό, που φημίζονταν ως η γενέτειρα του Ομήρου. Στεφανωμένη στην κορφή του λόφου, όπου είναι χτισμένη, με το αρκετά καλά διατηρημένο μεσαιωνικό κάστρο της, η Βολισσός είναι ένα χωριό με όμορφα σπίτια, στενά δρομάκια και μια δροσερή πλατεία δίπλα στην εκκλησία. Κλειστή δυστυχώς η Αρχαιολογική Συλλογή του χωριού, κλειστός για μας κι ο ... δρόμος προς το κάστρο, αφού δεν είχαμε μέσο και χρόνο, για να το επισκεφθούμε. Αφού περπατήσαμε και τη γνωρίσαμε λίγο τη Βολισσό, πήραμε το καφεδάκι μας, φάγαμε κι ένα παγωτάκι, μιλήσαμε και με κάποιους ντόπιους, φύγαμε για το Άγ.Γάλας.

Φτάνουμε κάποια στιγμή εκεί και μας υποδέχτηκαν θερμά ο Δημήτρης και η Αναστασία, σε έναν πολύ ωραίο πολυχώρο, κάτω από πλατάνια θεόρατα, δροσερά και βαθύσκιωτα, με αρκετό νεράκι στη ρεματιά, πράγμα που δεν είχαμε συναντήσει μέχρι στιγμής στο νησί, στο ξερό σε μεγάλο τμήμα του από τις απανωτές πυρκαγιές...

Ξεναγηθήκαμε πρώτα μέσα στο σπηλαιομονάστηρο της Παναγιάς της Αγιογαλούσαινας, όπου μάλιστα μάθαμε με αναλυτικές λεπτομέρειες την ιστορία του ονόματος της εκκλησιάς και του σπηλαίου και του χωριού εξάλλου, ψηλά πάνω στον λόφο. Πολύ ενδιαφέρον το ξυλόγλυπτο εικονοστάσι της μικρής εκκλησιάς του 13ου αι. με πολλά κοσμικά θέματα ( προσωπεία, γοργόνες, φυτικά και ζωικά μοτίβα ) δίπλα στα θρησκευτικά, όλος ο χώρος γύρω, το παρεκκλήσι της Αγ. Άννας, οι διάφορες αίθουσες του μικρού σπηλαίου και ιδίως η τελευταία αίθουσα με τους θεραπευτικούς “μαστούς της Παναγίας” -εξοχές πετρωμάτων με τέτοιες ιδιότητες. Ακολούθως ο Δημήτρης πάλι μας έβαλε σε δυο ομάδες μέσα στο καθαυτό Σπήλαιο του Αγ. Γάλακτος, όπου είχαμε την ευκαιρία να δούμε μικρής έκτασης σχηματισμούς από σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Ιδιαίτερη η μορφολογία του και εξαιρετικά μεγάλη η αρχαιολογική σημασία του. Βεβαιωμένη η κατοίκησή του από τα Νεολιθικά χρόνια και ευρήματα από αυτό ( εργαλεία, αγγεία, όστρακα, όπλα ) είδαμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Χώρας.

Βγαίνοντας προλάβαμε να πάρουμε και κάτι να τσιμπήσουμε ή να πιούμε από το αναψυκτήριο που υπάρχει εκεί, από τα χεράκια της Αναστασίας, μεζεδάκια της οποίας είχαν ήδη δοκιμάσει όσοι δεν είχαν επισκεφτεί τους προηγουμένως αναφερθέντες χώρους. Κάναμε και λίγη κούνια στην ... παιδική χαρά και φύγαμε χαρούμενοι όλοι και αρκετά ευχαριστημένοι από τον όμορφο αυτόν τόπο. Κρίμα που δεν μπορούσαμε να ανεβούμε και στο χωριό ψηλά, να επισκεφθούμε και το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Θαλλέλαιου (Θαλένη τον λένε εδώ, όπως και στη Νάξο, όπου επίσης υπάρχει ο άγιος  και μόνο εκεί )!

Για το μπανάκι μας επιλέξαμε εκείνη τη μέρα την παραλία Λήμνος, κοντά στα Λιμνιά, το επίνειο της Βολισσού. Είναι η πιο γνωστή παραλία της Β. Δ. Χίου, μεγάλη, με άμμο και κρυστάλλινα νερά, φουντωτά αρμυρίκια και ψιλά βότσαλα.

Νωρίς το απόγευμα φύγαμε για το προσκύνημά μας στην Αγ. Μαρκέλλα, την προστάτιδα του νησιού, προς τα δυτική της παραλίας. Γι΄αυτόν τον λόγο συνέχισαν το μπάνιο τους όσοι δεν ήθελαν να έρθουν στο μοναστήρι.

Προσκυνήσαμε στην εκκλησία και πήραμε το μονοπάτι για το Αγίασμα, πλάι-πλάι στη θάλασσα. Μας καθοδηγούσαν σταυροί που είχαν στηθεί στον δρόμο μας γι΄αυτό ακριβώς. Αρκετή η διαδρομή αλλά ευχάριστη, σε μονοπάτι τσιμεντοστρωμένο και δροσερό, μια και δεχόμαστε πού και πού  το δροσερό χάδι της θάλασσας. Φτάσαμε κάποια στιγμή στο μικρό εκκλησάκι, που δηλώνει τον τόπο του μαρτυρίου της αγίας, μπροστά από το οποίο κυλάει το αγίασμα, ζεστό νερό από τη γη, και ενώνεται με το αλμυρό νερό.

Επιστρέφοντας διαπιστώναμε ότι, χωρίς να το έχουμε προγραμματίσει, είχαμε κάνει την πεζοπορία της ημέρας, αφού συμπληρώνονταν περίπου 3 χλμ. ως τη Μονή. Γυρίσαμε στην παραλία, παραλάβαμε κι όσους είχαν μείνει εκεί και φύγαμε για το ξενοδοχείο μας. Τα τραπέζια για το δείπνο είχαν στρωθεί έξω, δίπλα στην πισίνα, όπου είχε δημιουργηθεί και ελεύθερος χώρος, “πίστα χορού”, για το “ελληνικό γλέντι” που ακολούθησε. Για άλλη μια φορά ο “Φυσιολάτρης” απέδειξε ότι και ικανούς χορευτές έχει και ακούραστος είναι, όσο κι αν έχει ταλαιπωρηθεί μέσα στην ημέρα, με διαδρομές χιλιομέτρων!Παρασκευή, 7 Ιουλίου, ξεκινήσαμε στις 8:30 για Λαγκάδα, πάνω από το Βροντάδος, για να πάρουμε το καραβάκι για Οινούσσες, το νησί των εφοπλιστών. Όμορφο χωριό ναυτικών, χτισμένο ανάμεσα σε πλατύ λαγκάδι, με άνετα σύγχρονα και παλιά σπίτια, με καναλάκι και γεφυρούλα, πάνω από την οποία περάσαμε και φωτογραφηθήκαμε κιόλας, μικρά και χαριτωμένα ταβερνάκια και καφετέριες δίπλα στη θάλασσα. Ήσυχος ήταν κι ο καιρός και προοιώνιζε ένα ήρεμο, ούτε μισάωρο, ταξιδάκι προς την Αιγνούσα, το κεντρικό νησάκι του συμπλέγματος των Οινουσσών.Μόλις φτάσαμε στο Μανδράκι,τον κύριο οικισμό των Οινουσσών, βγήκαμε μπροστά στην κεντρική πλατεία Ναυτοσύνης με ένα-δυο ξεχωριστά, από αρχιτεκτονικής πλευράς  κτήρια, με το ανάγλυφο μνημείο για όλους τους πεσόντες θαλασσινούς του νησιού, ενώ στα δεξιά μας φάνηκε το άγαλμα της Οινουσσιώτισσας μάνας που κουνά το μαντίλι και αποχαιρετά τον συγγενή της τη στιγμή που της τον παίρνει “η άλλη”, η θάλασσα...

Στην ώρα μας βρεθήκαμε μέσα στο Ναυτικό Μουσείο, κόσμημα του νησιού, αφού στεγάζεται στο όμορφο Μέγαρο Παντελή Λαιμού και αφού διαθέτει ειδική αίθουσα με ομοιώματα πλοίων κατασκευασμένα από αιχμαλώτους κυρίως της περιόδου των Ναπολεόντειων πολέμων αλλά και άλλων εποχών και μάλιστα με πολύτιμα υλικά, κάποια από αυτά. Στο Μουσείο μας ξενάγησε η Διευθύντρια κ.Ελένη Αχλιόπτα και στη συνέχεια περιηγηθήκαμε μόνοι μας στους χώρους, διαπιστώνοντας ότι πρόκειται για ένα όντως διαφορετικό Ναυτικό Μουσείο... Μοντέλα πλοίων, μισομόντελα, πίνακες ζωγραφικής, ναυτικά όργανα, έγγραφα και βιβλία, όλα προερχόμενα από δωρεές οινουσσιακών οικογενειών, γεμίζουν τις αίθουσες του Μουσείου

Έπειτα κάποιοι κατευθύνθηκαν  αμέσως προς τις κοντινές παραλίες, ενώ άλλοι περπάτησαν στα ανηφορικά στενάκια με στόχο αρχικά τον πολιούχο του νησιού Άγιο Νικόλαο του Κάστρου και τον λόφο του Προφήτη Ηλία, απ΄όπου η θέα ήταν μοναδική, τόσο προς τα 3 κοντινά νησάκια, τον Άγ. Παντελεήμονα, το Ποντικονήσι και το Πατερονήσι, όσο και προς την απέναντι Χίο αλλά και την πολύ κοντινή ακτή της Τουρκίας.  Στις παραλίες Ζέπαγα, Κακοπετριά και Μπιλάλη κολυμπήσαμε όλοι, γευματίσαμε έπειτα σε κάποια ταβέρνα του νησιού και νωρίς το απόγευμα μπήκαμε πάλι στο καραβάκι για τη Λαγκάδα. Ο καπετάνιος κοντοστάθηκε, καθώς το πλοίο έβγαινε από το λιμανάκι της Αιγνούσας, ώστε να φωτογραφίσουμε το άγαλμα της Οινουσσιώτισσας μάνας αλλά και τη Χάλκινη γοργόνα που κρατά ένα ιστιοφόρο πλοίο, η οποία υποδέχεται κάθε επισκέπτη πολύ πριν από την είσοδο στο λιμάνι. Όλα σε αυτό το νησί τελικά υπενθυμίζουν ότι οι κάτοικοί του συνδέονται στενά  με τη θάλασσα!

Κατηφορίσαμε προς νότια, περνώντας από το μοναστήρι της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας ( το Μυρσινίδι ) και, μια και είχαμε χρόνο, κατεβήκαμε για λίγο στο Βροντάδος, γνωστό όχι μόνο για τον καθιερωμένο κάθε Πάσχα ρουκετοπόλεμο ανάμεσα στις δυο εκκλησιές, την Παναγιά Ερυθιανή και τον Άγιο Μάρκο, αλλά και για τους Μύλους του και τη “Δασκαλόπετρα” την περίφημη.

 Αυτή ήταν και ο στόχος μας σε αυτή την πρώτη στάση κατά την επιστροφή μας. Ανηφορίσαμε λοιπόν ως το σημείο, όπου βρίσκεται το ιερό της Κυβέλης ( 6ος αι. π.Χ. ), θεάς φερμένης στον ελλαδικό χώρο από τη Φρυγία της Μ. Ασίας, η οποία λατρευόταν σε αυτό το σημείο, σύμφωνα με αναθηματική επιγραφή ενττοιχισμένη στην Ερυθιανή. Σήμερα ο επισκέπτης βλέπει το κάτω τμήμα αγάλματος της θεάς, στο οποίο εντοπίζει τα πόδια του σκύμνου, του μικρού λιονταριού που συνήθως στεκόταν δίπλα της. Την είπαν Πέτρα του Ομήρου ή Δασκαλόπετρα, γιατί η παράδοση ήθελε εδώ να είναι το σημείο όπου δίδασκε ο Όμηρος, την πατρότητα του οποίου διεκδικεί και η Χίος. Λίγο πιο πάνω από τον βράχο της Δασκαλόπετρας βρίσκεται και ο τάφος του μεγάλου δημοτικιστή Γιάννη Ψυχάρη, Χιώτη της διασποράς.Λίγο πριν αφήσουμε το Βροντάδος κάναμε μια μικρή στάση, ίσα-ίσα για αν φωτογραφίσουμε τα περίφημα Μυλαράκια, σήμα κατατεθέν του χωριού, το οποίο στην ουσία αποτελεί προέκταση της πρωτεύουσας. Βέβαια, σύμβολο για το Βροντάδος είναι και το άγαλμα του Αφανούς Ναύτου, μέσα στο νερό σχεδόν, ορειχάλκινο έργο του γλύπτη Θανάση Απάρτη, του ίδιου που φιλοτέχνησε και τον Ναύτη του Μαρμάρου στα Καρδάμυλα.

Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μας, δειπνήσαμε, κάναμε μικρές βόλτες στον Καρφά και στις ανηφοριές του, όπου υπάρχουν όμορφες καφετέριες με υπέροχη θέα το βράδυ...Σάββατο, 8 Ιουλίου, τελευταία μας μέρα στην ευωδιαστή Χίο, αναχωρήσαμε για τη Χώρα, όπου επισκεφθήκαμε πρώτα το Αρχαιολογικό Μουσείο. Ξεναγός μας πάλι η Άννα κι εδώ, συντροφιά με την οποία γνωρίσαμε την προϊστορική, κλασική, ελληνιστική – ρωμαϊκή Χίο, μέσα από ποικιλία ευρημάτων, όπως γλυπτά, αγγεία, κοσμήματα κ.ά. Ξεχωρίζουν δυο μαρμάρινοι κορμοί Κόρης, κορμός Κούρου, άγαλμα Διονύσου με πραξιτελικό πρότυπο,, αντικείμενα από φαγεντιανή από τα Φανά και το Εμποριό, οξυπύθμενοι αμφορείς, σφραγίδες-σκαραβαίοι, αγγεία του χιώτικου εργαστηρίου κεραμικής, αναθήματα από το Ιερό της Κυβέλης στη Δασκαλόπετρα, νομίσματα κ.ά. Στην αυλή του Μουσείου αναστυλωμένος ο μοναδικός “μακεδονικός τάφος” του νησιού, όπου και μπορέσαμε να φωτογραφηθούμε, εφόσον δεν επιτρεπόταν η φωτογράφιση μέσα στο μουσείο. Σειρά είχε το μικρό αλλά πολύ ενδιαφέρον πραγματικά Βυζαντινό Μουσείο, το οποίο στεγάζεται στο Μετζιτιέ Τζαμί ( μέσα 19ου αι.), του οποίου μάλιστα διατηρείται κι ο μιναρές. Γενικότερα έχει καταβληθεί προσπάθεια η έκθεση να συνυπάρχει αρμονικά και να αλληλοσυμπληρώνεται με το ίδιο το τζαμί. Το Μουσείο φιλοξενεί κατά βάση αγιογραφίες αποτοιχισμένες από τη σπουδαία Βυζαντινή Μονή της Παναγιάς Κρήνας αλλά και από άλλους ναούς, όπως της Ν. Μονής, της Παναγιάς της Σικελιάς, της Παναγιάς του Αγρελωπού, της Αγιογαλούσαινας, των Αγ. Αποστόλων  στο Πυργί, καθώς και μερικές εικόνες, λιγοστά αρχιτεκτονικά μέλη από αυτούς και αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Κάποιοι έκαναν τη βόλτα τους στο Κάστρο, όπου επισκέφθηκαν και τα Χαμάμ ή έκαναν τα τελευταία τους ψώνια στα μαγαζάκια της Απλωταριάς ή της παραλιακής. Μια σύντομη επίσκεψη έγινε επίσης στη συνοικία όπου βρίσκονται η Βιβλιοθήκη του Αδ. Κοραή και το Εθνολογικό και Λαογραφικό Μουσείο του συλλόγου Αργέντη, εξωτερικά μόνο, η Μητρόπολη των Αγ. Βικτώρων, το όμορφο νεοκλασικό του 1ου Γυμνασίου της Χίου, από το 1792, όλα για μια γρήγορη φωτογράφιση. Άλλοι βρέθηκαν στην πλατεία Βουνακίου με την κρήνη που θυμίζει το Μνημείο του Λυσικράτους στην Αθήνα, στον Δημοτικό Κήπο με τις προτομές σημαντικών προσωπικοτήτων του πνεύματος, καταγόμενων από το νησί, όπως ο Συκουτρής, ο ποιητής Φώτης Αγγουλές, ο Λάμπρος Πορφύρας κ.ά., με το θερινό σινεμά και το αναψυκτήριο. Στην πάνω γωνία του Κήπου και η μαρμαρένια Βρύση του Μελέκ Πασά, εξαίρετο δείγμα του τουρκικού μπαρόκ.Στις 12 παρά κάτι βρεθήκαμε μπροστά στο πλοίο για Πειραιά, πήραμε τα εισιτήριά μας και μετά από ένα ευχάριστο ταξίδι 7 περίπου ωρών φτάσαμε στο λιμάνι, όπου επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν και επιστρέψαμε στη Νίκαια, έχοντας πολύ καλές εντυπώσεις στις αποσκευές μας, ικανές να μας ... “συντηρήσουν” για αρκετό διάστημα ως την επόμενη εξόρμηση με τον Φυσιολάτρη!