Για 7η φορά από το 2010, πάνω από 40 άτομα πραγματοποιήσαμε με επιτυχία την ανάβαση στον ξακουσμένο Όλυμπο, το ιερό βουνό των αρχαίων Ελλήνων, όπου κατά τη μυθολογία κατοικούσαν οι Δώδεκα Θεοί τους. Ξεκινήσαμε το ταξίδι μας το μεσημέρι της Παρασκευής, 28 Ιουλίου, από τη Νίκαια και κάνοντας μια μικρή στάση κοντά στη Λαμία,  για να πάρουμε τους φίλους μας από το Καρπενήσι  συνεχίσαμε για τα Τέμπη  και περνώντας για πρώτη φορά από την καινούργια σήραγγα των Τεμπών φτάσαμε στο Λιτόχωρο. Αργά το απόγευμα μας περίμεναν στο πρώτο  καταφύγιο του Ολύμπου, στον Σταυρό, που βρίσκεται στους πρόποδες του Ολύμπου πάνω από το Λιτόχωρο. Το καταφύγιο αυτό του Ολύμπου «Δημ. Μπουντόλας» είναι χτισμένο σε υψόμετρο 944 μέτρων και μπορεί να φιλοξενήσει 30-40  επισκέπτες. Έχει καταπληκτική θέα προς τον κάμπο της Πιερίας και προς τη θάλασσα και στο βάθος διακρίνονται τα πόδια της Χαλκιδικής. Αφού τακτοποιηθήκαμε στα κρεβάτια, στα ράντζα, στους καναπέδες, ακόμα και κάτω στο δάπεδο σε στρώματα, δειπνήσαμε και, λίγο πριν πάμε για ύπνο, παρατηρήσαμε τον υπέροχο ουρανό του Ολύμπου με τα χιλιάδες αστέρια του. Είδαμε νωρίς τους δυο μεγάλους και φωτεινούς πλανήτες, τον Δία και τον Κρόνο,  καθώς και τους γνωστότερους αστερισμούς και αστέρια, τη μικρή και μεγάλη Άρκτο , τον Πολικό αστέρα που μας δείχνει πάντα το Βορρά, την Κασσιόπη, τον Βέγα , τον Αρκτούρο και πολλά άλλα.

Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ξυπνήσαμε κατά τις 6, πήραμε το πρωινό μας και, αφού βγάλαμε μια αναμνηστική φωτογραφία, πήγαμε με το πούλμαν μέχρι την Γκορτσιά στο 14ο χιλιόμετρο της διαδρομής Λιτόχωρο – Πριόνια. Από εδώ ξεκινήσαμε την πορεία μας με τη δροσούλα ανεβαίνοντας  προς την Πετρόστρουγκα, αφού πρώτα φορτώσαμε τα πράγματά μας στα μουλάρια. Χωριστήκαμε σε δυο ομάδες, μια γρήγορη και μια άλλη λίγο πιο αργή. Στην αρχή περπατήσαμε 3-4 ώρες μέσα σε ένα ανηφορικό σκιερό μονοπάτι κάτω από  πεύκα, οξιές και έλατα, κάνοντας αρκετές στάσεις για ξεκούραση.Τελικά κατά  τις 11  φτάσαμε στο καταφύγιο της Πετρόστρουγκας(2000 μ.), καθίσαμε λίγο να ξεκουραστούμε και στη συνέχεια ξεκινήσαμε για το οροπέδιο των Μουσών. Μια όμορφη διαδρομή με καλή σήμανση μέσα στα ρόμπολα και στα έλατα, μέχρι που φτάσαμε αρκετά ψηλά στη «Σκούρτα», όπου πλέον αρχίζει η αλπική βλάστηση. Μετά τη «Σκούρτα» διασχίσαμε τον «Λαιμό» και από το πέρασμα του «Γιόσου» φτάσαμε στο οροπέδιο των Μουσών σχεδόν μεσημέρι. Η δεύτερη ομάδα έφτασε μια ώρα αργότερα, με εξαίρεση την ομάδα των Ρώσων, οι οποίοι έφτασαν αρκετά αργότερα λόγω κάποιου προβλήματος που προέκυψε στη μία της παρέας, αλλά κατάφεραν να το ξεπεράσουν με τη βοήθεια του Αντώνη, αρχηγού και διασώστη μας. Τα χιόνια αλλά και οι πολλές βροχές που έπεσαν φέτος μας είχαν ως αποτέλεσμα να περπατάμε σε ένα ολάνθιστο και καταπράσινο οροπέδιο.

 Αρκετά κοπάδια αγριοκάτσικα έβοσκαν αμέριμνα και μόνο όταν περνούσαμε από κοντά τους μας κοίταζαν έκπληκτα και κάποια  έτρεχαν να απομακρυνθούν. Πήραμε τα πράγματά μας, που είχαν ήδη φτάσει  με τα μουλάρια στο καταφύγιο, ξεκουραστήκαμε λίγο και ταχτοποιηθήκαμε όλοι μαζί στον πάνω όροφο σε διώροφα κρεβάτια  για λίγη ξεκούραση. Το απογευματάκι κάναμε μικρές βόλτες στο οροπέδιο των Μουσών, όπου κάποιοι είχαν στήσει και τις σκηνές τους, να κοιμηθούν κάτω από τα αστέρια και ανεβήκαμε στις κορυφές Τούμπα (2801 μ.) και  στον Προφήτη Ηλία(2803 μ.)., ένα μικρό πετρόχτιστο κτίσμα προφυλαγμένο από τους ανέμους και τα χιόνια. Παρατηρώντας  την κορυφή «Στεφάνι» από το καταφύγιο, με το πρόσωπο του Δία να σχηματίζεται ανάμεσα στους απότομους βράχους, δεν πιστεύαμε στα μάτια μας ότι την επόμενη μέρα και εμείς  θα ανεβαίναμε εκεί πάνω. Ήδη κάποιοι αναρρι-χητές της ομάδας διάσωσης σκαρφάλωναν με σχοινιά προς την κορυφή του Στεφανιού, κάνοντας άσκηση. Το σούρουπο, όταν το κρύο άρχισε να δυναμώνει, καθίσαμε στο σαλόνι κατά παρέες και δειπνήσαμε βλέποντας το σκοτάδι να σκεπάζει τις κορυφές των βουνών. Όταν πια έσβησαν όλα τα φώτα του καταφυγίου, πήγαμε για ξεκούραση, γιατί το πρόγραμμα της επόμενης μέρας είχε ανάβαση στις δυο ψηλότερες κορυφές του Ολύμπου, τον Μύτικα (2918μ.) και το Σκολιό (2911μ.). Πρωί-πρωί ξυπνήσαμε, πήραμε το πρωινό μας και, αφού φορτώσαμε τα πράγματα στα μουλάρια, για να τα κατεβάσουν στο καταφύγιο του «Σπήλιου Αγαπητού» ξεκινήσαμε για την ανάβασή μας  στον Μύτικα. Στον δρόμο είδαμε τον ήλιο να ξεπροβάλλει στο βάθος μέσα από τη θάλασσα και διασχίζοντας τα “Ζωνάρια” φτάσαμε σε μισή ώρα στο σημείο όπου ξεκινάει η ανάβαση στην ψηλότερη  κορφή του Ολύμπου, στον Μύτικα, η οποία έχει υψομετρική διαφορά περίπου 300 μ. Λίγο πριν τις οκτώ βρισκόμασταν στο «Λούκι» και βάλαμε πλώρη για την κορυφή του Μύτικα. Φορέσαμε τα κράνη μας, ακούσαμε τις οδηγίες από τον αρχηγό και αρχίσαμε το σκαρφάλωμα κατά ομάδες. Αυτοί που για πρώτη φορά ανέβαιναν στην κορυφή, βρισκόντουσαν κοντά στους πιο έμπειρους, για να τους βοηθάνε στο σκαρφάλωμα.Ο ένας μετά τον άλλον, περισσότερα από 30 άτομα, αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε ακολουθώντας πιστά τα σημάδια πάνω στους βράχους, που έδειχναν τα σωστά περάσματα, προσέχοντας ιδιαίτερα να μην παρασύρουμε πέτρες και χτυπήσουν αυτούς που ακολουθούν ανεβαίνοντας  πιο κάτω στο Λούκι. Η ανάβαση διήρκησε περίπου μια ώρα και η αδρεναλίνη χτύπησε κόκκινο.

Η ανακούφιση ήρθε μόλις φτάσαμε στην κορυφή και βγάλαμε τα κράνη μας, ειδικά σε αυτούς που ανέβηκαν για πρώτη φορά και δεν πίστευαν στα μάτια τους ότι είχαν κατορθώσει κάτι τέτοιο.

Αγναντέψαμε τη γύρω περιοχή  από τη μακρινή Πίνδο μέχρι το Άγιο Όρος και από την Εγνατία Οδό μέχρι τον Θεσσαλικό κάμπο, βγάλαμε φωτογραφίες, υπογράψαμε το βιβλίο και, αφού ξεκουραστήκαμε λίγο, αρχίσαμε το κατέβασμα. Επιλέξαμε να φτάσουμε στο «Σκολιό» περνώντας από την Κακόσκαλα. Κατεβήκαμε και ανεβήκαμε προσεκτικά την Κακόσκαλα με θέα προς τα «καζάνια», έχοντας πάντα δίπλα μας το απότομο χάος που σου κόβει την ανάσα και σε μια ώρα βρισκόμασταν στην κορυφή της «Σκάλας». Μια μικρή στάση εδώ και φύγαμε για τη δεύτερη κορυφή, το Σκολιό στα 2911μ. Εδώ συναντήσαμε και την υπόλοιπη ομάδα που έκανε τον γύρο των κορυφών του Ολύμπου, περνώντας από τα «Ζωνάρια» στη βάση των κορυφών του και ανεβαίνοντας τον «Γολγοθά» έφτασε στο «Σκολιό», στην απέναντι μεριά του «Μύτικα». Φτάνοντας στο «Σκολιό», η θέα μας αποζημίωσε βλέποντας  τις απέναντι κορυφές, τον «Μύτικα» και το «Στεφάνι», και ανάμεσά μας τα “καζάνια”,  την απότομη χαράδρα. Ο καιρός ήταν θαυμάσιος και δεν μας έκανε καρδιά να αποχωριστούμε τις κορυφές. Μαζί μας είχαμε και τρεις Ρώσους ορειβάτες, που είχαν ταξιδέψει από την πατρίδα τους ειδικά για να ανέβουν στον Όλυμπο και έμειναν κατενθουσιασμένοι από την ανάβαση. Αφού ξεκουραστήκαμε λίγο, μια ομάδα ξεκίνησε κατηφορίζοντας για το καταφύγιο του «Σπήλιου Αγαπητού», ενώ μια δεύτερη ανέβηκε μέχρι την  κορυφή του Αγίου Αντωνίου. Αργά το απόγευμα αρκετά κουρασμένοι φτάσαμε στο καταφύγιο, ξεκουραστήκαμε , γευματίσαμε και νωρίς πέσαμε για ύπνο, γιατί είχαμε πρωινό ξύπνημα. Την τελευταία μέρα σειρά είχε το πανέμορφο φαράγγι του Ενιπέα. Πρωί-πρωί στις 6 ξυπνήσαμε και, αφού αφήσαμε τα πράγματα, να μας τα κατεβάσουν τα μουλάρια, κατηφορίσαμε για τα «Πριόνια», όπου βρίσκονται και οι πηγές του Ενιπέα. Στο δρόμο γευτήκαμε αγριοφράουλες και σμέουρα, που βρίσκαμε δίπλα από το μονοπάτι. Ο Ενιπέας, σύμφωνα με τον Όμηρο,  ήταν γιος του Ωκεανού και της Τηθύος και τον ερωτεύτηκε η  Τυρώ. Ο θεός Ποσειδώνας είδε την όμορφη Τυρώ και την ερωτεύθηκε και παίρνοντας τη μορφή του Ενιπέα έκανε μαζί της δυο γιούς, τον Πελία και τον Νηλέα. Αυτό προκάλεσε την οργή της Ήρας που τον μεταμόρφωσε σε ποταμό και τον καταράστηκε το τέλος  του να είναι οδυνηρό. Γι’ αυτό τα νερά του πανέμορφου Ενιπέα απλώς διαρρέουν τον κάμπο της Πιερίας, χωρίς να εκβάλλουν κατευθείαν στη θάλασσα.

Για να διασχίσουμε το φαράγγι,  περάσαμε από  7 ξύλινες γέφυρες και συναντήσαμε αρκετούς καταρράκτες και βάθρες, στα γάργαρα νερά των οποίων κολυμπήσαμε, και περπατήσαμε μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο με πλατάνια και οξιές, με μόνιμη συντροφιά το κελάρυσμα του νερού. Περνώντας δίπλα από το μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου κάναμε μια μικρή παράκαμψη, για να επισκεφτούμε την παλαιά Μονή,που ήταν η σημαντικότερη Μονή στον νομό Πιερίας. Βρίσκεται στον Όλυμπο, σε υψόμετρο 900μ. οχυρωμένη ανάμεσα σε δύο ρέματα. Ιδρύθηκε το 16ο αιώνα από τον Άγιο Διονύσιο εν Ολύμπω και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας σημείωσε οικονομική και πνευματική ακμή. Το 1818 καταλήφθηκε από τα στρατεύματα του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε. Το 1943 ανατινάχθηκε από τους Ναζί, επειδή στα κελιά της κρύβονταν Έλληνες αντάρτες. Έκτοτε μεταφέρθηκε στο Μετόχι της, κοντά στο Λιτόχωρο και λειτουργεί ως Νέα Μονή του Αγίου Διονυσίου. Πανηγυρίζει στις 14 Σεπτεμβρίου και τελείται η τοπική εορτή του Σταυρού. Σήμερα γίνεται προσπάθεια πλήρους αναστήλωσης  της παλαιάς μονής με τη μακραίωνη  ιστορία της. Φτάνοντας στο καθολικό της παλαιάς Μονής ακούσαμε ψαλμωδίες και κατάπληκτοι είδαμε τον Παναγιώτη και τη Φωτεινή να ψάλλουν ευλαβικά εκκλησιαστικά τροπάρια. Συνεχίσαμε την πορεία μας στο όμορφο αυτό μονοπάτι δίπλα στον Ενιπέα κάνοντας μικρές στάσεις για φωτογραφίες και ξεκούραση. Φτάσαμε στην έξοδο προς το Λιτόχωρο,  στους «Μύλους» με τα πλατάνια και τα τρεχούμενα νερά, και καθίσαμε,  για να δροσιστούμε. Όσοι δεν διέσχισαν το φαράγγι κατέβηκαν μέχρι τα Πριόνια, επισκέφτηκαν τους καταρράκτες του Ενιπέα και το παλαιό μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου και κατευθύνθηκαν προς το Λιτόχωρο με το πούλμαν. Εδώ γευματίσαμε και το απογευματάκι πήραμε τον δρόμο του γυρισμού, έχοντας περάσει ένα αξέχαστο  τετραήμερο  στο βουνό των Θεών, τον Όλυμπο.