Με το πούλμαν εντελώς γεμάτο φύγαμε το πρωί της Πέμπτης, 31 Αυγούστου 2017, για Κόρινθο, Αρτεμίσιο, όπου κάναμε την πρώτη μας στάση, και, αφού περάσαμε έξω από τη Σπάρτη σταματήσαμε για λίγο στη Σκάλα Λακωνίας, έχοντας ως στόχο να πάρουμε τα πλοίο για τα Κύθηρα στις 2 το μεσημέρι από τη Νεάπολη Βοιών.

Και πράγματι στις δύο και κάτι πραγματοποιούσαμε το ταξίδι μας στο νησί της Αφροδίτης, της καρδιάς και των ονείρων...Φτάσαμε μετά από 1 ¼ h στο Διακόφτι, το λιμάνι του νησιού, με το σήμα κατατεθέν του από το 2000, το περίφημο “ναυάγιο των Κυθήρων” στο Μακρόνησο και  τη γέφυρα που το ενώνει με το υπόλοιπο νησί. Είναι ένα από τα εντυπωσιακότερα και ωραιότερα ναυάγια που υπάρχουν στην Ελλάδα για κατάδυση. Δεξιά μας η μικρή αλλά όμορφη παραλία με τις ξαπλώστρες και τις ομπρέλες, πιο πέρα ο οικισμός με λίγα μαγαζάκια, καταλύματα και 2-3 καφενεδάκια –ταβερνάκια κοντά στη θάλασσα.

Πήραμε τον δρόμο για την Αγία Πελαγία, όπου βρίσκονταν τα ξενοδοχεία μας, στα βορειοανατολικά. Εντύπωση μας έκαναν στον δρόμο κάποια χωριά, όπως τα Αρωνιάδικα, που είναι πράγματι γραφικό και χαρακτηρισμένο παραδοσιακό. Κοντά σ΄ αυτό είδαμε και την πινακίδα που οδηγεί στη Μονή Αγ. Θεοδώρου, όπου μόνασε ο πολιούχος του νησιού. Μαζί με την Αγία Ελέσα είναι οι προστάτες των Κυθήρων και ο λαός πιστεύει ότι η Αγία έχει “χαλινώσει” τα φίδια του νησιού και δεν είναι δηλητηριώδη... Τακτοποιηθήκαμε και κατεβήκαμε για μπάνιο οι περισσότεροι, ενώ έμειναν αρκετοί για ξεκούραση στα δωμάτιά τους. Το βραδάκι, κατά τις 8, συγκεντρωθήκαμε όλοι στην ταβέρνα, όπου θα παίρναμε το δείπνο μας και τα 3 βράδια που θα φιλοξενούμαστε στο όμορφο αλλά ταλαιπωρημένο από τις πρόσφατες πυρκαγιές νησί. Μια βολτίτσα στη συνέχεια στον μικρό και ήσυχο οικισμό, λόγω και της ύφεσης της τουριστικής περιόδου, και ύπνος ...

Παρασκευή, 1 Σεπτεμβρίου, πήραμε το πρωινό μας και φύγαμε για τη Χώρα, σημερινή αλλά και παλιά ενετική πρωτεύουσα που διαδέχθηκε εκείνη της Παλαιόχωρας, μετά την καταστροφή της από τον Χαϊρεντίν Βαρβαρόσσα, στα 1537, ο οποίος την πολιόρκησε κι από τη ευάλωτη νοτιοδυτική πλευρά της και εισχώρησε από τη θάλασσα στην Κακιά Λαγκάδα, όπου ήταν χτισμένη από τον 13ο αι. , αθέατη από τη θάλασσα. Σήμερα σώζονται πάνω στο επονομαζόμενο Κάστρο του Αγ. Δημητρίου  21 εκκλησάκια με τοιχογραφίες βυζαντινής τέχνης. Σταθμεύσαμε λίγο έξω από τον οικισμό και επισκεφθήκαμε πρώτα το ανακαινισμένο Αρχαιολογικό Μουσείο Κυθήρων, στην είσοδο της πρωτεύουσας. Ξεναγηθήκαμε στις λίγες και μικρές αίθουσές του, όπου φιλοξενούνται ευρήματα από το 9.000 π.Χ. ως τη ρωμαϊκή εποχή. Τα παλαιότερα έχουν βρεθεί κυρίως στα σπήλαια του νησιού, ενώ τα μεταγενέστερα προέρχονται κατά  βάση από το Μινωικό Ιερό κορυφής στο Βουνό, το Παλαιόκαστρο, την αρχαία πόλη των Κυθήρων και την περιοχή της Σκάνδειας, τη σημερινή Παλαιόπολη. Πρόκειται για εργαλεία, όπλα, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως πήλινα αγγεία, αναθήματα στα ιερά και τους ναούς, ορειχάλκινα ειδώλια “σεβιζόντων”, κοσμήματα κ.ά. Ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει στην αίθουσα των αρχαϊκών ο Λέοντας των Κυθήρων, ο οποίος έχει γυρίσει στην πατρίδα του μετά από πολλές περιπέτειες.

 Παρακολουθήσαμε και το ολιγόλεπτο βίντεο, “παίξαμε” για λίγο και στην οθόνη αφής και αναχωρήσαμε με πολύ καλές εντυπώσεις από το μουσείο αυτό, το οποίο έχει φροντίσει να καλύπτει ανάγκες και ατόμων με προβλήματα όρασης...    Κατηφορίσαμε έπειτα στον κεντρικό δρόμο της Χώρας με τα γραφικά σοκάκια, τους όμορφους κήπους, τα σχεδόν κυκλαδίτικα σπιτάκια, τα χαριτωμένα μικρά μαγαζάκια αριστερά και δεξιά με τους πολλούς πειρασμούς αλλά και το χαρακτηριστικό κίτρινο λουλουδάκι του νησιού, τη σεμπρεβίβα, την οποία τιμήσαμε δεόντως ...είτε σε μικρά μπουκετάκια είτε σε διάφορες άλλες συσκευασίες.

Προσπεράσαμε την ήσυχη κεντρική πλατεία με το Δημαρχείο και τα κτήρια της Εθνικής και της Τράπεζας Πειραιώς και συνεχίσαμε θαυμάζοντας και φωτογραφίζοντας προς τα πάνω...Σειρά είχε το “Μάτι της Κρήτης”, η Φορτέτσα, το Κάστρο της Χώρας ή του Καψαλίου, ενετικό, χτισμένο τον 13ο αι. από τους Βενιέρ και ανακαινισμένο το 1503, όπου κατευθυνθήκαμε όλοι, πρώτοι οι πεζοπόροι μας. Αφού περάσαμε την πύλη ή διασχίσαμε τη σήραγγα ή αλλιώς φόσσα και εξερευνήσαμε όλον τον χώρο του. Στα αριστερά μας οι φυλακές και λίγο πιο πάνω  η πελώρια στέρνα με θόλους και τόξα. Μισογκρεμισμένες διώροφες κατοικίες μας θυμίζουν ότι το Κάστρο κατοικούνταν ως 200 χρόνια πριν, με τον τελευταίο κάτοικο να αποχωρεί μετά την επίταξη των σπιτιών στην Κατοχή. Λίγα μέτρα πιο πάνω ο ναός του Παντοκράτορα, σε επαφή με τον οποίο είναι η πυριτιδαποθήκη, η οποία σήμερα στεγάζει την έκθεση με τα οικόσημα των ευγενών οικογενειών.  Ακριβώς μπροστά του το παλιό διοικητήριο του Κάστρου, όπου σήμερα στεγάζεται το Ιστορικό Αρχείο των Κυθήρων.

Φτάνοντας ψηλά στην ακρόπολη, μέσα από μια φόσσα, βλέπουμε  τις 2 εκκλησιές, την Παναγία τη Μυρτιδιώτισσα, παλιότερα Παναγιά  των Λατίνων, και την Παναγιά την Ορφανή. Στη Μυρτιδιώτισσα του Κάστρου φυλασσόταν η εικόνα ως το 1842, οπότε μεταφέρθηκε στην Παναγιά των Μυρτιδίων κι εδώ έμεινε ένα αντίγραφό της. Πολλά κανόνια επίσης βλέπει κανείς μέσα στο Κάστρο, κάτι που θυμίζει, πέρα από τους Ενετούς, και τους λοιπούς κατακτητές του νησιού, Άγγλους, Γάλλους και Ρώσους, ακόμα και Τούρκους. Μια εντυπωσιακή επίσης στέρνα βενετσιάνικη με τόξα και καμάρες βλέπει ο επισκέπτης μέσα στο Κάστρο, εξωτερικά τουλάχιστον. 

Έξω από το Κάστρο ένας δεύτερος καστρότοιχος περικλείει τον λεγόμενο Κλειστό ή Μέσα Βούργο με πολλά εκκλησάκια και σπίτια. Κάποια λειτουργούν και σήμερα... Οι πεζοπόροι  μας έφυγαν για Καψάλι παίρνοντας το παλιό μονοπάτι που ξεκινάει από την πίσω μεριά του κάστρου και καταλήγει στη θάλασσα. Όμορφη η θέα σε όλη τη διαδρομή της όμορφης παραλίας στο Καψάλι και στο βάθος το χαρακτηριστικό νησάκι Αυγό. Ύστερα από μία ώρα και κάτι  φτάσαμε όλοι στην παραλία   και πέσαμε στα θάλασσα για να δροσιστούμε. Οι τουρίστες έφτασαν στο Καψάλι, το επίνειο των Κυθήρων, με το δίδυμο λιμανάκι, με τα βαθιά και διάφανα νερά. Εκεί κολυμπήσαμε τουρίστες και πεζοπόροι, γευματίσαμε σε κάποιο ταβερνάκι του οικισμού, ο οποίος είναι χτισμένος γύρω από αυτούς τους δυο ωραίους κόλπους . Στη μια άκρη της μεγάλης παραλίας “το Ντεπόζιτο”, ένα υδραγωγείο του 1827, από την εποχή της Αγγλοκρατίας κι αυτό, ενώ στην άλλη, πάνω στη μικρή χερσόνησο στη μέση των δίδυμων κόλπων βλέπεις έναν ωραίο φάρο, τα κανόνια κι ένα εκκλησάκι, του Αϊ- Γιωργιού. Στο βάθος απέναντι βρίσκεται το στρογγυλό νησάκι που φέρει το όνομα Αυγό ή Χύτρα, επειδή, όταν έχει καιρό, σχηματίζεται από πάνω του ένα σύννεφο που θυμίζει τον ατμό της χύτρας.. Κοσμοπολίτικο το Καψάλι το βράδυ συγκεντρώνει μικρούς και μεγάλους στα μπαράκια και τα ταβερνάκια του, μια κι εκεί χτυπάει η καρδιά των Κυθήρων τη νύχτα... Νωρίς το απόγευμα πήραμε το πούλμαν από τον Πίσω Γιαλό, όπου είχε παρκάρει (στην ουσία καταφύγιο για τα ψαροκάικα), και ξεκινήσαμε για τα δυτικά του νησιού, για να επισκεφθούμε το ονομαστό μοναστήρι της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας στην περιοχή των Μυρτιδίων, η οποία τώρα πια είναι στο μεγαλύτερο μέρος της καμένη, μετά τις πρόσφατες πυρκαγιές...

Λίγο πριν φτάσουμε στη Μονή είδαμε και τη λεγόμενη “ Τρύπια πέτρα”, τον βράχο που τρυπήθηκε, για να περάσει ο παλιός δρόμος για το μοναστήρι.

Έκλαψε η ψυχή μας, ιδίως όταν μέσα σε όλη αυτή τη μαυρίλα πρόβαλε η Μονή περιτριγυρισμένη από ελάχιστο πλέον πράσινο, ενώ πρώτα καμάρωνε σε ένα καταπράσινο πευκοδάσος.. Προσκυνήσαμε την μαυρισμένη ομώνυμη εικόνα της Παναγιάς Βρεφοκρατούσας, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά, όπως λένε, η οποία αποτελεί το σπουδαιότερο κειμήλιο της λαϊκής κληρονομιάς των Κυθήρων, και ακούσαμε με ευλάβεια την περιεκτική ξενάγηση του ραδινού μοναχού. Θαυμάσαμε τα μαρμάρινα έργα Τηνιακών καλλιτεχνών μέσα στο Καθολικό, τον αρχιερατικό θρόνο, το εικονοστάσιο, τον άμβωνα. Έπειτα μας οδήγησε και στο παλαιό καθολικό στο υπόγειο, όπου φυλάσσεται τους χειμερινούς μήνες η εικόνα της Παναγίας,  και όπου μας έκαναν εντύπωση τα πελώρια κεριά - τάματα καθώς και οι κούκλες από κερί, επίσης αφιερώματα πιστών στην Παναγία...

Όμορφος ο χώρος με τα κελιά ολόγυρα, το θεόρατο καμπαναριό, πώρινο και 26 μ. ύψος, τους κήπους του, το άγαλμα του μοναχού Αγαθάγγελου Καλλίγερου, με την προτροπή του οποίου άρχισε το 1840 η ανέγερση του μοναστηριού, και τους λοιπούς χώρους, τους οποίους με πολύ κόπο περιέσωσαν οι πιστοί κάτοικοι του νησιού στη διάρκεια της πρόσφατης συμφοράς...   Μετά την επίσκεψή μας στο μοναστήρι πήραμε τον δρόμο για τον Μυλοπόταμο, με σκοπό αρχικά να επισκεφθούμε το Σπήλαιο της Αγ. Σοφίας, κοντά στο χωριό, την ώρα που οι πεζοπόροι μας θα ακολουθούσαν τη διαδρομή μέσα στο φαράγγι. Επειδή όμως θα ήταν σχεδόν ακατόρθωτο για το πούλμαν να διαβεί τον στενό δρόμο ως εκεί, τελικά παραμείναμε όλοι στο χωριό και αρκετοί περπατήσαμε μέσα στο σχεδόν ξερό αυτή την εποχή  αλλά καταπράσινο φαράγγι. Πού και πού συναντούσαμε ερείπια από τους παλιούς νερόμυλους, που λειτουργούσαν κάποτε με τη δύναμη του νερού. Σε έναν από αυτούς είχαμε την τύχη να ξεναγηθούμε από τον ιδιοκτήτη της μικρής και χαριτωμένης καφετέριας που υπήρχε δίπλα του και όπου κάποιοι από εμάς έμειναν για έναν καφέ, ένα γλυκό του κουταλιού, μια πορτοκαλάδα...Η κατάσταση γενικά ήταν απογοητευτική μέσα στη ρεματιά, αφού πλέον δεν βλέπεις τους καταρράκτες, αλλά απλώς συμπεραίνεις την αλλοτινή ομορφιά του τοπίου βλέποντας τα γεφυράκια και τις πολλές πρασινάδες από τις λεύκες και τα πλατάνια...Ούτε καταρράκτης της Νεράιδας ή της Φόνισσας λοιπόν την εποχή αυτή λόγω ανομβρίας! Μόνο ειδυλλιακό  και καταπράσινο τοπίο. Κάποτε μέσα στο φαράγγι λειτουργούσαν 22 νερόμυλοι! Οι πεζοπόροι συνέχισαν τη διαδρομή στο φαράγγι του Μυλοπόταμου σε ένα μονοπάτι δίπλα στο ποτάμι, πέρασαν από αρκετούς ερειπωμένους νερόμυλους, επισκέφτηκαν τον καταρράκτη της Φόνισσας με το λιγοστό έως σχεδόν καθόλου νερό  και  στη συνέχεια ανεβήκαμε στο χωριό από ένα πλακόστρωτο μονοπάτι.

Όσοι δεν ήθελαν να περπατήσουν καθόλου έκαναν μικρές βόλτες στο χωριό, τίμησαν τα μικρά μαγαζάκια και τις καφετέριες ή τα ταβερνάκια του όμορφου Μυλοπόταμου, αυτά κυρίως που βρίσκονταν στη μεγάλη πλατεία με τους πλατάνους.   Επιστρέψαμε το βραδάκι στα ξενοδοχεία μας, χορτασμένοι από τις πολλές εικόνες της ημέρας, δειπνήσαμε στην ταβέρνα δίπλα στο κύμα , όπου και χορέψαμε στους ρυθμούς της ζωντανής ορχήστρας, η οποία είχε αναλάβει να μας διασκεδάσει εκείνο το βράδυ.

Σάββατο πρωί, 2 Σεπτεμβρίου, έφυγαν πρώτοι οι πεζοπόροι για τα βόρεια του νησιού για μια διαδρομή στον Καραβά, στην όμορφη περιοχή του Αμίρ Αλή και έφτασαν σχεδόν στο βόρειο μέρος μέχρι τον Φάρο. Στη διαδρομή είχαν την τύχη να παρατηρήσουν πλήθος από απολιθώματα διαφορων οστρακοειδών πράγμα που φανερώνει ότι κάποτε όλη αυτή η περιοχή ήταν βυθισμένη μέσα στη θάλασσα. Επιστρέφοντας από το μονοπάτι για το Φάρο πήραν το χωματόδρομο που τους οδήγησε στην Πλατειά Άμμο. Μια όμορφη και ήσυχη παραλία  με αρκετά σπίτια και ταβερνάκια  όπου και τους παρέλαβε το πούλμαν και επιστρέψανε στον Καραβά.  

Οι τουρίστες αναχωρήσαμε για το παραδοσιακό και όμορφο χωριό του Καραβά μία ώρα αργότερα. Το δυνατό του σημείο η αρχιτεκτονική του χωριού. Αφού σταθμεύσαμε κοντά στο ... έτερο δυνατό του σημείο, το περίφημο αρτοποιείο με τα ονομαστά λαδοπαξίμαδα, ακολουθήσαμε με τα πόδια το κατηφοράκι ανάμεσα στα τελευταία σπίτια του χωριού ως την πηγή του Αμίρ Αλή. Εκεί έχει ανοίξει ένα συμπαθητικό καφενεδάκι, όπου παρέμειναν όσοι δεν ήθελαν να συνεχίσουν ως την πηγή “Πορτοκαλιά”. Μάλλον εντοπίσαμε σε ένα όμορφο κηπάκο εκεί δίπλα και την κατάφορτη πορτοκαλιά που έδωσε το όνομά της και στην πηγή ... Ιερό δέντρο για τους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι έχουν ονομάσει έτσι και τον τοπικό σύλλογό τους. Φτάσαμε αρκετοί ως εκεί, ήπιαμε νεράκι δροσερό, τραβήξαμε φωτογραφίες, ξεκουραστήκαμε στο μικρό πλάτωμα που έχει δημιουργηθεί για τον διαβάτη και, εφόσον διαπιστώσαμε ότι από εκεί και κάτω άρχιζε το ξέφωτο, επιστρέψαμε από το δροσερό και σκιερό μονοπάτι στο μαγαζάκι του Αμίρ Αλή. Στη ρεματιά κελάρυζε το νερό και μερικές κατάλευκες πάπιες τσαλαβουτούσαν σ΄αυτό, κάνοντας ακόμα πιο όμορφο το τοπίο. Όταν πλησίαζε η ώρα να επιστρέψουν και οι πεζοπόροι μας, πήραμε τον ανήφορο για το αρτοποιείο, το οποίο τιμήσαμε δεόντως αγοράζοντας παξιμάδια όλων των ειδών, κουλουράκια, φατουράδα και άλλα τοπικά προϊόντα. Πρόλαβαν να ψωνίσουν κάτι και οι πεζοπόροι και όλοι μαζί φύγαμε ευχαριστημένοι που αποδείξαμε για άλλη μια φορά πόσο καλοί καταναλωτές είμαστε!

Είχε πια μεσημεριάσει και η ζέστη μας έσπρωχνε προς τη θάλασσα. Αλλά θέλαμε να δούμε και τον Ποταμό, που βρισκόταν στον δρόμο μας... Μαζί με το Λιβάδι είναι οι οικισμοί που φιλοξενούν τους περισσότερους κατοίκους του νησιού. Ο Ποταμός, του οποίου χαρακτηριστικό αποτελεί  η μεγάλη γέφυρα, έργο των Άγγλων, κοντά στο γηροκομείο, μας φιλοξένησε για μια περίπου ωρίτσα. Βέβαια η μεγαλύτερη γέφυρα είναι αυτή που βρίσκεται στο Κατούνι και έχει 110 μ. μήκος, από τις μεγαλύτερες που έχτισαν οι Άγγλοι στην Ευρώπη.Στη διάρκεια της παραμονής μας στον Ποταμό κάναμε μικρές βόλτες, ήπιαμε κάτι δροσιστικό στην όμορφη πλατεία, επισκεφθήκαμε και την εκκλησία, φωτογραφίσαμε όμορφα σπιτάκια και γωνιές και ... φυσικά δείξαμε πάλι πώς ξέρουμε να καταναλώνουμε ...  Επειδή δυσκολευτήκαμε να κινηθούμε στα στενά του χωριού με το πούλμαν μας, αποφασίσαμε να μην το επισκεφθούμε την Κυριακή, που γίνεται το περίφημο μικρό παζαράκι του με πολλά τοπικά προϊόντα, τυράκια από τα Μητάτα, φατουράδα, τσίπουρο, παξιμαδάκια κ.ά. Πήραμε έπειτα τον δρόμο προς τη μεγάλη παραλία, τη μεγαλύτερη του νησιού, αυτήν της Παλαιόπολης. Εκεί βρισκόταν το επίνειο των αρχαίων Κυθήρων,η Σκάνδεια. Έτσι ακριβώς λεγόταν και το εστιατόριο, στο οποίο γευμάτισαν όσοι ήθελαν μετά το μπάνιο στα νερά του Βόθωνα, της μιας από τις 3 ουσιαστικά παραλίες της Παλαιόπολης. Απογευματάκι και ο γειτονικός και γραφικότατος μικρός Αβλέμονας, με την ολοκάθαρη νηισωτική φυσιογνωμία, μας περίμενε. Κάποιοι κάθισαν σε κάποιο χαριτωμένο μαγαζάκι με θέα τον μικρό κολπίσκο, όπου κολύμπησαν λιγοστοί δικοί μας, ενώ άλλοι περιηγήθηκαν τον μικρό οικισμό. Κατευθυνθήκαμε πρώτα αρκετοί προς το μικρό ενετικό φρούριο, το Καστέλο, που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, σήμα κατατεθέν του οικισμού, έπειτα, βέβαια, από το πολυφωτογραφημένο μικρό λιμανάκι του. Χτίστηκε για την εποπτεία της περιοχής και του λιμανιού και κοντά σ΄αυτό έγινε το 1802 το ναυάγιο του πλοίου “Μέντωρ” του λόρδου Έλγιν με τα αρχαία μάρμαρα του Παρθενώνα.

Ανακαλύψαμε κάποια κτίσματα από τον καιρό της Αγγλοκρατίας στο νησί, με χρονολογία 1827 και ένα ηλιακό ρολό στην πρόσοψη του ενός, μια βαρδιόλα των Άγγλων, την εκκλησία του Αγ. Νικολάου, όπου εκείνη την ώρα μάλιστα τελούνταν κάποιο μυστήριο και μικρά στενά σοκάκια με ανθόκηπους.

Αφήσαμε τον Αβλέμονα παίρνοντας μαζί μας αρκετές όμορφες εικόνες και ανηφορίσαμε ως την Αγ.Πελαγία. Δειπνήσαμε στην όμορφη ταβέρνα, φάγαμε και τους ωραίους λουκουμάδες, που μας πρόσφερε ως επιδόρπιο ο καλός μας ξενοδόχος και πήγαμε, μετά από μια μικρή βόλτα, για ύπνο.

Κυριακή πρωί, 3 Σεπτεμβρίου , η πρώτη μας στάση σε ένα οινοποιείο, τη Φυρρογή, πάνω στον κεντρικό δρόμο, όπου ενισχύσαμε σημαντικά την οικονομία του κατακα(η)μένου  νησιού...αγοράζοντας κρασάκι τσιριγώτικο, τσιπουράκι, φατουράδα και άλλα προϊόντα. Βάλαμε στο πρόγραμμα και την Αγία Μόνη πάνω στο βουνό, αντικριστά στον Αη -Γιώργη του Βουνού, όπου είχε ιδρυθεί το Μινωικό Ιερό Κορυφής. ” Η Μόνη των πάντων ελπίς” η Παναγία, έδωσε το όνομά της στη μονή αυτή, που έχει χτιστεί σ΄ένα από τα ψηλότερα βουνά των Κυθήρων κι έχει θέα σε όλο το νησί . Ο Κολοκοτρώνης είχε τάξει στην Παναγία ότι, αν νικήσουν οι Έλληνες, θα γυρίσει και θα βοηθήσει στην ανοικοδόμησή του όταν βρέθηκε στο εκκλησάκι στα 1803, κάτι που πραγματοποίησε, όταν τέλειωσε η Επανάσταση. Ο σημερινός επισκέπτης βλέπει τον ανδριάντα του ήρωα λίγο πριν φτάσει στη Μονή. Όμορφο το μοναστήρι, με ένα εντυπωσιακότατο πανύψηλο κωδωνοστάσιο και ένα ωραίο αρχιτεκτονικά Καθολικό, χτισμένο στα 1840. Σε αυτό μας ξενάγησε ο φύλακας της Μονής και έπειτα περιηγηθήκαμε τους ήρεμους χώρους του, μια και δεν υπάρχουν καθόλου μοναχοί πλέον σ΄αυτό. Μπορεί όμως να φιλοξενηθεί στα κελιά του όποιος το επιθυμεί, κυρίως τις μέρες του Δεκαπενταύγουστου. Ωραιότατη η θέα προς την Παλαιόπολη από τη νότια πλευρά και προς το Διακόφτι από την ανατολική, όπου κατευθύνθηκαν οι πεζοπόροι μας μετά το τέλος της επίσκεψης.

Πήραν το παλιό μονοπάτι που ενώνει το Διακόφτι με το μοναστήρι και σε μια ώρα περίπου κατέβηκαν  στην παραλία όπου πριν λίγη ώρα είχε φτάσει και το πούλμαν με τους τουρίστες. Στη συνέχεια το πούλμαν μας μετέφερε όλους  στο λιμάνι, όπου είχαμε λίγο χρόνο για ένα καφεδάκι, μια πορτοκαλαδίτσα κάτω από τις τέντες της καφετέριας δίπλα στη μικρή παραλιούλα με τις ομπρέλες. Το πλοίο για Νεάπολη μας πήρε στις 12 και φτάσαμε απέναντι με μικρή καθυστέρηση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να μην προλάβουμε το προγραμματισμένο στις 2 δρομολόγιο από την Πούντα για Ελαφόνησο, στην οποία θα παραμέναμε για λίγες ώρες. Μειώθηκαν κι αυτές τελικά, αφού, μόλις βγήκαμε με το πούλμαν στο νησί και πληροφορηθήκαμε ότι η παραλία του Μεγάλου Σίμου θα είχε αέρηδες, πήγαμε ως εκεί, είδαμε την περιώνυμη παραλία, αφήσαμε όσους ήθελαν να γευματίσουν στο Camping, γυρίσαμε στη μικρή παραλία για μπάνιο, που ήταν αρκετά πιο απάνεμη από τη μεγάλη.  Κάποιοι πήραν κάτι στο χέρι από τις ταβέρνες εκεί κοντά, ενώ κάποιοι άλλοι αγόρασαν βιαστικά κάποιο φαγώσιμο στο λιμάνι, λίγο πριν την αναχώρησή μας. Αραιοκατοικημένοι και με φυσικό κάλλος οι διάφοροι οικισμοί του μικρού νησιού, που περισσότερο είνα γνωστό για τις τεράστιες αμμουδερές παραλίες του βέβαια, με ναούς ιστορικής σημασίας, σημαντική λαογραφία βασισμένη στη ναυτική παράδοση του τόπου αλλά και καλά κρυμμένα υποθαλάσσια μυστικά, όπως αυτά του Παυλοπετρίου, πολλές οι σπηλιές του.

Δεν είχαμε δυστυχώς τον χρόνο να γυρίσουμε στα στενάκια του οικισμού της Ελαφονήσου κι έτσι μέσα στο πούλμαν πάλι για τη διαδρομή της επιστροφής στη Νίκαια. Κάναμε δυο στάσεις καθ΄οδόν και όχι και πολύ αργά σχετικά είχαμε επιστρέψει στη βάση μας. Οι εικόνες στο μυαλό και στα μάτια μας από τα Κύθηρα κυρίως μαύρες μεν και θλιβερές αλλά και πράσινες , δροσερές κι ευχάριστες επίσης.  Δεν ήταν λοιπόν άπιαστο για μας το ταξίδι στα Κύθηρα, έστω κι έτσι όπως το γνωρίσαμε στο μικρό αυτό διάστημα...