Στις 7:15 το πρωί του  Σαββάτου 17 Οκτωβρίου ξεκινήσαμε με ένα πούλμαν σχεδόν γεμάτο για τη Γκιώνα, αφού πρώτα περάσαμε από το μετρό του Αιγάλεω, απ΄ όπου πήραμε αρκετούς φίλους. Κάναμε μια μικρή  στάση στο 90ό χλμ. της Εθνικής Αθηνών – Λαμίας και στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε προς Λαμία. Λίγο πριν τη Λαμία πήραμε τη παλιά Εθνική για Μπράλλο, περάσαμε έξω από τη Γραβιά  με το ιστορικό της χάνι και από μακριά είδαμε την  πανέμορφη Βάργιανη σκαρφαλωμένη στις πλαγιές του Παρνασσού. Φτάνοντας στους πρόποδες της Γκιώνας  μια πινακίδα μας δείχνει  το μοναδικό μεταλλευτικό πάρκο της χώρας μας, το Vagonetto. Στο πάρκο αυτό ακολουθεί κανείς τα χνάρια των μεταλλωρύχων, με  τρενάκι, μέσα στις υπόγειες στοές με τα κοιτάσματα του βωξίτη.

 Όπου και να κοιτάξεις, αντικρίζεις σωρούς από χώματα από τα μεταλλεία βωξίτη , από όπου παίρνουμε το αλουμίνιο. Σε λίγη  ώρα φτάσαμε στο χωριό Βίνιανη Φωκίδας που βρίσκεται σε υψόμετρο 500μ. Από εδώ ξεκινάει το διεθνές ορειβατικό μονοπάτι Ε4 που διασχίζει το φαράγγι της Ρεκκάς, περνάει από το καταφύγιο του  Π.Ο.Α. και φτάνει μέχρι την κορυφή της Γκιώνας, στην πυραμίδα(2.510 μ.).

Στα αρχαία κείμενα,η Γκιώνα συναντάται και ως «Ασέληνον Όρος», καθώς σύμφωνα με το μύθο, όταν η ημίθεα Σελήνη ήθελε να συναντήσει τον αγαπημένο της Ενδυμίωνα που ζούσε εδώ, άφηνε τον ουρανό χωρίς φεγγάρι και κρυβόταν μαζί του στις κορυφές και τα δάση της Γκιώνας.

Περισσότερα από 60 είδη φυτών έχουν καταγραφεί στη Γκιώνα: σχοίνοι, κυπαρίσσια, πουρνάρια, βελανιδιές, πυκνά δάση κεφαλληνιακής ελάτης, αλλά και πλήθος αγριολούλουδων στα απέραντα λιβάδια κοντά στις κορυφές. Τοπίο απαράμιλλης ομορφιάς με απότομες ορθοπλαγιές, όπως αυτή  της Πλάκας που ξεπερνά σε μήκος τα 1000 μέτρα,  πλούσια βλάστηση και  πολλά σπάνια είδη ζώων που ζούν στην περιοχή.
Οι πλαγιές καλύπτονται από δάσος ελάτων και  Κεφαλληνιακής ελάτης και στην περιοχή ζουν λύκοι, ζαρκάδια, αγριογούρουνα, λαγοί, τσακάλια, νυφίτσες, σκίουροι, αλεπούδες και αγριοκάτσικα που δεν συναντώνται πια σε κανένα άλλο βουνό της Στερεάς Ελλάδας.. Εδώ ζουν σπάνια αρπακτικά πουλιά(  Γυπαετοί, ψαραετοί, χρυσαετοί, όρνια, γύπες και  γεράκια) αλλά και  πετροπέρδικες, δρυοκολάπτες , μπούφοι και ο γκιόνης, από τον οποίο μάλλον πήρε και το όνομά του το βουνό Γκιώνα. Στα πλούσια λιβάδια της Γκιώνας θα βρείτε ακόμη πλήθος κοπαδιών αιγοπροβάτων να βόσκουν. Ξεκινήσαμε την πεζοπορία μας, 15 άτομα,  στο εντυπωσιακό φαράγγι της Ρεκκάς περπατώντας δίπλα από πλατάνια και ιτιές, πάνω στις κροκάλες της κοίτης του ποταμού που έχει νερό μόνο όταν λιώνουν τα χιόνια της Γκιώνας. Το Φαράγγι της Ρεκκάς είναι το μεγαλύτερο φαράγγι της Γκιώνας, του ψηλότερου βουνού της Στερεάς Ελλάδας. Το πέρασμα του φαραγγιού είναι μια από τις πιο όμορφες ορεινές διαδρομές της Στερεάς Ελλάδας και προκαλεί πολλές συγκινήσεις στους φυσιολάτρες και ορειβάτες.

Μετά από πορεία 2 περίπου ωρών φτάσαμε στην περιοχή «Μύλοι», όπου βρίσκονται ερείπια παλιών νερόμυλων και πηγές με νερό στον Πλατύλιθο. Εδώ στα παγκάκια του Δασαρχείου καθίσαμε να πάρουμε μια ανάσα  και να θαυμάσουμε το γύρω τοπίο. Στη συνέχεια πήραμε το μονοπάτι και το δασικό δρόμο δίπλα από το ποτάμι φτάνοντας κάτω από το οροπέδιο. Το πιο δύσκολο κομμάτι της διαδρομής ήταν το ανέβασμα με σκαλάκια από κορμούς δέντρων  από την κοίτη του ποταμού στη λάκκα Καρβούνη, όπου και θα διανυκτερεύαμε στο καταφύγιο του Πεζοπορικού Ομίλου Αθηνών στα 1900 μ. περίπου. Από μακριά ανεβαίνοντας είδαμε το καταφύγιο να ξεπροβάλλει στο βάθος μέσα στο αλπικό τοπίο της Γκιώνας. Η ανάβαση, περίπου 13 χιλιόμετρα (υψομετρική διαφορά 1350μ.), διήρκησε πάνω από 5 ώρες. Φτάνοντας στο καταφύγιο, ανοίξαμε με τα κλειδιά που είχαμε πάρει από τον Π.Ο.Α., τις πόρτες και τα παράθυρα και αερίσαμε  το χώρο. Ανάψαμε το τζάκι, για να ζεσταθούμε και φτιάξαμε τα στρώματα, για να είναι έτοιμα για το βράδυ. Το καταφύγιο πρόσφατα ανακαινισμένο είναι χωρητικότητας 20 ατόμων και  είναι χτισμένο στα 1850 μέτρα υψόμετρο. Διαθέτει τζάκι και δύο ξυλόσομπες, κουζίνα με πόσιμο νερό, πετρογκάζ και σκεύη για μαγείρεμα και  απέξω πηγή με τρεχούμενο  νερό. Μαγειρέψαμε τα τρόφιμα που είχαμε μαζί μας και δειπνήσαμε όλοι μαζί δίπλα στο τζάκι. Το κρασί που είχε ανεβάσει ο κ.Χρήστος άναψε το κέφι και οι συζητήσεις γύρω από το τζάκι έδιναν και έπαιρναν. Σιγά –σιγά άρχισε ο καθένας να αποσύρεται για ύπνο, γιατί είχαμε πρωινό ξύπνημα.  Πού και πού το βράδυ κάποιος έβαζε ξύλα στο τζάκι και συντηρούσε τη φωτιά. Στις 5.30 το πρωί τα ξυπνητήρια άρχισαν να χτυπάνε. Ανάψαμε τις λάμπες αερίου, η Δήμητρα μας έφτιαξε ρόφημα με βότανα, τακτοποιήσαμε το καταφύγιο, το κλειδώσαμε  και κατά τις 7.30 ήδη περπατάγαμε για την κορυφή. Ένα μικρό μπλέξιμο με το μονοπάτι μας καθυστέρησε λίγο, αλλά στη συνέχεια τα σημάδια  μας οδηγούσαν προς την κορυφή. Σε μιάμιση ώρα ήμασταν στο διάσελο. Εδώ αποφασίσαμε να αφήσουμε τα βαριά σακίδια μας και να τα πάρουμε στο γυρισμό, μιας και θα επιστρέφαμε στο ίδιο σημείο κατά την κατάβασή μας.  Χωρίς βάρος πλέον η ανάβασή μας ήταν παιχνιδάκι. Λίγο πριν την κορυφή συναντήσαμε ένα κοπάδι αγριοκάτσικα που μας κοίταζαν έκπληκτα, καθώς ανεβαίναμε και, όταν πλησιάσαμε, άρχισαν να τρέχουν για να ανεβούν στα απέναντι βράχια, για να προστατευτούν. Φτάνοντας στην κορυφή της πυραμίδας, στα 2.512μ., η ανάβαση διήρκησε περίπου 2,5 ώρες, θαυμάσαμε την υπέροχη θέα. Γύρω μας ο Παρνασσός, η Οίτη και τα Βαρδούσια, στο βάθος νότια ο Κορινθιακός και τα βουνά της Πελοποννήσου και βορειανατολικά η Όθρυς και πολύ μακριά πάνω από τα σύννεφα αχνοφαίνονταν οι κορυφές του Ολύμπου.Αφού ξεκουραστήκαμε και βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες, αρχίσαμε την κατάβαση.  Φτάσαμε στο διάσελο και, αφού πήραμε τα σακίδιά μας, πήραμε το μονοπάτι για την Καλοσκοπή. Το μονοπάτι κατηφορικό αλλά ευχάριστο. Φτάσαμε στην κάτω μεριά της Βαθιάς Λάκκας, όπου υπάρχει πηγή  και, αφού δροσιστήκαμε, συνεχίσαμε την κατηφόρα μέχρι το Κέδρο. Από εκεί πήραμε το χωματόδρομο και φτάσαμε μέχρι τα μνήματα και λίγα χιλιόμετρα  πριν την Καλοσκοπή ήρθε το πούλμαν και μας μετέφερε στο χωριό. Το χωριό αυτό βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της οροσειράς της Γκιώνας  και σε υψόμετρο 1100 μ. Από εδώ περνάει το ορειβατικό μονοπάτι Ε4, που διασχίζει τα βουνά της Ελλάδας  ξεκινώντας από τα Πυρηναία  περνά από τις Άλπεις , την οροσειρά της Πίνδου, την Γκιώνα, τον Παρνασσό, τα βουνά της Πελοποννήσου και φθάνει μέχρι την Κρήτη. Το όνομά της το πήρε  από την "καλή σκοπιά", αντικρίζοντας από ψηλά τη γύρω περιοχή, ενώ παλαιότερα ονομαζόταν Κουκουβίστα. Εδώ συναντήσαμε και τους υπόλοιπους πεζοπόρους που διανυκτέρευσαν στη Μουσουνίτσα , σε υψόμετρο 1000μ. , στον ξενώνα «Ραβάνη» και στον Αθανάσιο Διάκο στο ξενοδοχείο «Βαρδούσια». Και αυτοί με τη σειρά τους έκαναν μια πεζοπορική διαδρομή στο μονοπάτι Ε4 κοντά στο Ρινόρεμα με κατεύθυνση τη Στρόμη και επισκέφτηκαν αρκετά αξιοθέατα της περιοχής. Γύρω στις 6 το απόγευμα, αφού γευματίσαμε στη μοναδική ταβέρνα του χωριού, αναχωρήσαμε όλοι για την Αθήνα ευχαριστημένοι από όσα  μας έδωσε αυτό το Σαββατοκύριακο  και φτάσαμε στη Νίκαια γύρω στις 9 το βράδυ.